‘Ο Νόμος της Αγοράς’ και οι πολιτικοποιημένες ταινίες, Βουγιουκλάκη συμπεριλαμβανομένης

‘Ο Νόμος της Αγοράς’ και οι πολιτικοποιημένες ταινίες, Βουγιουκλάκη συμπεριλαμβανομένης

Η ανθρώπινη - άρα και πολιτική - διάσταση στις ταινίες, με τους πρωταγωνιστές που πείθουν ή όχι, ανάλογα με τις οδηγίες του σκηνοθέτη

Χτες είδα μια συναρπαστική ταινία. Γαλλική. Ονόματι «Ο Νόμος της Αγοράς.» Μου θύμισε τις ταινίες του Μάικ Λή. Όπου υπάρχει ένας σεναριακός καμβάς, αλλά αυτός αναπτύσσεται στις πρόβες και στο σετ των γυρισμάτων. Έχει δηλαδή «Ο Νόμος της Αγοράς» το ύφος ενός  work in progress, μιας εργασίας σε εξέλιξη, στην οποία μάλιστα οι δεύτεροι ρόλοι ανήκουν σε ερασιτέχνες-ηθοποιούς. Η ταινία κινείται με τη δύναμη του ντοκουμέντου και καθηλώνει ώσπερ πολιτικό θρίλερ. Κυριαρχεί η εσωστρέφεια στις ερμηνείες. Και η εστίαση της  κάμερας στα πρόσωπα των θυμάτων. Όχι των θυτών.

Θέμα της ταινίας: Ο αγώνας ενός απολυμένου, που τον υποδύεται ο βραβευμένος στις Κάννες Vincent Lindon (θα μπορούσε να προφέρεται Βενσάν Λεν-ντόν). Αγώνας για να διατηρήσει το επίπεδο της μικρομεσαίας ζωής του επανακτώντας μια θέση στο κόσμο της εργασίας, πόσο μάλλον που έχει και ανάπηρο παιδί να μεγαλώσει. Λύση του δράματος: αφού θα υποστεί αρκετές ταπεινώσεις για να πετύχει αλλά και για να κρατήσει τη δουλειά σεκιουριτά σε μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ, από ένα σημείο και μετά ο ήρωας μας δεν θα αντέξει άλλο να κατασκοπεύει τους ίδιους τους συναδέλφους τους, θα τα βροντήξει και θα φύγει.

Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα? 

Εδώ είναι και η ένσταση μου με την ταινία, πέρασε μάλιστα ώρα για να τη συνειδητοποιήσω. Γιατί με είχε συνεπάρει η κατασκευή της, οι μικρές χαρές και  λύπες της οικογένειας του πρωταγωνιστή που παρουσιάζονταν με περισσή οικονομία και οξυδέρκεια, ο ρυθμός της, το σιγοκαίον πάθος της. Γιατί έπρεπε το τέλος της να είναι ηρωικό? Θα μου πείτε, έτσι αλλάζουν τα πράγματα στην κοινωνία, οι αντιστεκόμενοι και οι εξεγειρόμενοι επιταχύνουν τις εξελίξεις. Και σωστά. Θα μου πείτε ακόμη, τι να κάνει, να αυτοκτονήσει? ‘Όχι βέβαια—και δεν είμαι της άποψης ότι η αυτοκτονία προκύπτει μόνο από εξωτερική πίεση, προϋπόθεση η εσωτερική, η γονιδιακή, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Όταν όμως ο ήρωας μας γυρίσει σπίτι του, τι θα πει στο γιο του, τι θα πει στη γυναίκα του που πρέπει να παραμένει συνεχώς δίπλα στο παιδί? Ότι θα ψάξει για άλλη δουλειά μέσα σ’ αυτόν τον ανελέητο καπιταλιστικό κόσμο, ότι θα βρει κάτι καλύτερο από πριν, ότι θα πέσει πάνω στους καλούς και τίμιους εργοδότες? Την ένταξη του στην πολιτική / συνδικαλιστική  αντιμετώπιση των εργασιακών του συμφερόντων την είχε  απορρίψει από την αρχή περίπου της απόλυσης του, αντιδρώντας στο σχετικό κάλεσμα των συναδέλφων του με ένα «κουράστηκα, θέλω να πάω πάρα πέρα…» Τι του μένει λοιπόν? Να πουλήσει ενδεχομένως το σπίτι του, που το κρατά ως κόρη οφθαλμού… Και ο θεός βοηθός.

Νομίζω ότι οι πολιτικοποιημένες ταινίες (γιατί όλες οι ταινίες είναι πολιτικές, Βουγιουκλάκη συμπεριλαμβανομένης) πρέπει την σήμερον ημέρα να πηγαίνουν και λίγο πέρα από την καταγγελία. Να μη επιδιώκουν να είναι crowd-pleasing, να ευχαριστούν δηλαδή το κοινό αβρόχοις ποσί. Παράδειγμα μια άλλη ταινία, βελγική αυτή, το «Δυο Μέρες, Μία Νύχτα» που παίχτηκε την περσινή σαιζόν στους κινηματογράφους–και κυκλοφορεί σε DVD για όσους ενδιαφέρονται. Εκεί οι σκηνοθέτες αδελφοί Νταρντέν, που δεν διαθέτουν την κινηματογραφική ρώμη που επιδεικνύει ο σκηνοθέτης Στεφάν Μπριζέ στο «Νόμο της Αγοράς», τοποθετούν το θέμα της απόλυσης σε ένα συναδελφικό πλαίσιο. Και όταν η μη-απόλυση της πρωταγωνίστριας Μαριόν Κοτιγιάρ εξαρτάται από την απόλυση συναδέλφου που τάχθηκε ζημιούμενος υπέρ αυτής, εκείνη θα αποχωρήσει από τη δουλειά με την καρδιά της στη θέση της. Πείθοντάς με απόλυτα. Πολλοί θα έχουμε βρεθεί σε ανάλογες καταστάσεις, και μπορούμε να κατανοήσουμε την κίνηση της Μαριόν. Για να μπορούμε να κοιμόμαστε το βράδυ, και να μην συμβεί μεθαύριο το ίδιο και σε μας. Να στηρίζουμε αυτούς που μας στηρίζουν. Όταν όμως στο «Νόμο της Αγοράς», ο Lindon βασανίζεται γιατί πρέπει να συλλαμβάνει τους συναδέλφους του που κάνουν μικρο-απάτες εις βάρος της μαμάς εταιρείας, δεν πείθομαι για τον εξοργισμό του. Δεν πείθομαι γιατί δεν μπορώ να νομιμοποιήσω την κλοπή όσο ασήμαντη αν είναι αυτή. Εκτός κι αν είμαι αναρχική, και πιστεύω ότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή, όπως υποστηρίζει ο Προυντόν. Θα περίμενα διάδραση λοιπόν του Lindon με τους συναδέλφους του, πράξη που θα βοηθούσε όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον ίδιο. Διάδραση ανθρώπινη, και γι αυτό πολιτική. Αυτό θα τον έκανε ήρωα στα μάτια μου, και όχι η φυγή του.

Παρόλα αυτά, ο «Νόμος της Αγοράς» είναι μια ταινία συναρπαστική. Δείτε την.

*Η Ίρις Ζαχμανίδη είναι σκηνοθέτης, σπούδασε κινηματογράφο, δημοσιογραφία και πολιτική επιστήμη, και διετέλεσε σε διοικητικές θέσεις στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τον πολιτισμό. Σήμερα είναι μέλος της συντονιστικής επιτροπής στις Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, τρίτης συνιστώσας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα