ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΤΖΟΡΤΖ ΠΟΛΚ; ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑΣ
Εβδομήντα χρόνια μετά, η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στη Θεσσαλονίκη, παραμένει ανεξιχνίαστη. Με τη βοήθεια του ιστορικού Κωστή Καρπόζηλου το WE φέρνει στο φως ένα σχετικά άγνωστο σενάριο που λογοκρίθηκε στη χώρα μας, για να αναδείξει τελικά την ίδια τη λογοκρισία, μέσα από μια από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις του Εμφυλίου Πολέμου
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Στις 16 Μαΐου 1948 και ενώ στην Ελλάδα μαίνεται ο Εμφύλιος Πόλεμος, Θεσσαλονικιός βαρκάρης βρίσκει ένα πτώμα, δεμένο χειροπόδαρα, να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού. Το πτώμα ανήκει στον Αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ. Έχει δολοφονηθεί με μια σφαίρα στο κεφάλι. Πέντε μέρες πριν είχε σταλεί στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης, από άγνωστο αποστολέα, φάκελος που περιείχε την ταυτότητά του. Ο Τζορτζ Πολκ, ανταποκριτής του CBS για θέματα Ελλάδας και Μέσης Ανατολής, με καταγωγή από το Τέξας, ήταν 35 ετών, παντρεμένος με την αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη. Το δημοσιογραφικό του έργο ήταν επικριτικό τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση όσο και προς τους αντάρτες. Ποιον συνέφερε η δολοφονία του και ποιοι είναι οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της; Εβδομήντα χρόνια μετά, το ερώτημα δεν έχει βρει πειστικές απαντήσεις.
Οι έρευνες της εποχής απέδωσαν τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ σε δύο επικηρυγμένα στελέχη της Αριστεράς, τον Αδάμ Μουζενίδη και τον Βαγγέλη Βασβανά. Κίνητρό τους, σύμφωνα με την κατηγορούσα Αρχή, ήταν να δείξουν στην αμερικανική κοινή γνώμη ότι οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ένα εγκληματικό καθεστώς στην Ελλάδα. Ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος συνελήφθη ως συνεργός τους και καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης σε ισόβια κάθειρξη για ένα έγκλημα που τότε τιμωρείτο με θανατική ποινή και άμεση εκτέλεση. Παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Αύγουστο του 1960, οπότε του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή. Από τότε και μέχρι το θάνατό του διακήρυσσε την αθωότητά του, υποστηρίζοντας ότι βασανίστηκε ανελέητα για να ομολογήσει ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος αποτυπώθηκε στην κοινή γνώμη ως ένας αθώος άνθρωπος, εξιλαστήριο θύμα μιας σκοτεινής υπόθεσης που αποτέλεσε αντικείμενο ιστορικής έρευνας τις δεκαετίες που μεσολάβησαν.
Στο πλαίσιο του συνεδρίου «Λογοκρισίες στην Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε από τις 17 έως τις 19 Δεκεμβρίου στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος, μεταδιδακτορικός ερευνητής-SEESOX-Πανεπιστήμιο Οξφορδης, ανέδειξε μια διαφορετική και ενδιαφέρουσα διάσταση του θέματος, προσεγγίζοντας την υπόθεση Πολκ ως μια ιστορία επαναλαμβανόμενης λογοκρισίας τόσο από την αμερικανική όσο και από την ελληνική πλευρά.
Ξεκινά από τον περιορισμό της ελευθερίας δράσης των ξένων δημοσιογράφων και ανταποκριτών που βρέθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 1944 – 1949, μια περίοδο καθοριστική για την διαμόρφωση των νέων ισορροπιών του Ψυχρού Πολέμου, όπου οι βρετανικές και οι αμερικανικές Αρχές προσπαθούσαν να ελέγξουν το περιεχόμενο των ανταποκρίσεων για να περιθωριοποιήσουν τελικά όσους αμφισβητούσαν τις επιλογές του Δόγματος Τρούμαν στην Ελλάδα, δίχως να ταυτίζονται με την κομμουνιστική κριτική. Είναι ενδεικτική η κοινή δήλωση διαμαρτυρίας που υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1945 δεκατρείς Αμερικανοί δημοσιογράφοι σχετικά με τις λογοκριτικές πρακτικές των βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα στον απόηχο των Δεκεμβριανών. Μια ιστορία που αναδεικνύει το ασυμβίβαστο της ελευθερίας της έκφρασης σε περιόδους «υπερ-εθνικής ομοψυχίας», όπως ο Ψυχρός Πόλεμος, όπου πολύ απλά «όποιος δεν είναι με το μέρος μας, είναι εναντίον μας». O Τζορτζ Πολκ πιθανότατα δεν είχε διαλέξει στρατόπεδο. Γεγονός που εξηγεί την αυτολογοκρισία των δύο αντιμαχόμενων πλευρών που εκφράζεται στην μετέπειτα απροθυμία του μετεμφυλιακού κράτους για μία σε βάθος διερεύνηση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου. Μια υπόθεση που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα και αναδεικνύει τις πολλαπλές γεωγραφικές και ιδεολογικές διασυνδέσεις των λογοκριτικών μηχανισμών.
Στη συνέχεια ο Κωστής Καρπόζηλος μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’90, όπου η λογοκρισία στην υπόθεση Πολκ επανέρχεται, αυτή τη φορά ως τρόπος διαχείρισης της ιστορικής μνήμης. Ένα βιβλίο που εκδίδεται στις ΗΠΑ, παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή της δολοφονίας, η οποία εμπλέκει Έλληνα πολιτικό. Στην Ελλάδα ξεσπά θύελλα αντιδράσεων από πλευράς των εν ζωή απογόνων του πολιτικού, ενώ ξεκινά δικαστική διαμάχη που αποτρέπει την έκδοση του βιβλίου στη χώρα μας. Και όλα αυτά 40 χρόνια μετά τη δολοφονία. Μια σχετικά άγνωστη ιστορία. Ας την πάρουμε λοιπόν από την αρχή.
Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κέιτι Μάρτον εκδίδει το 1990 τα αποτελέσματα πολυετούς έρευνας για την υπόθεση Πολκ σε ένα βιβλίο με τίτλο «The Polk Conspiracy» (Η Συνομωσία Πολκ»). Επικαλούμενη αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, εμπλέκει στη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ -μεταξύ άλλων- τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ντίνο Τσαλδάρη. Η Μάρτον υποστηρίζει ότι έξι μέρες πριν δολοφονηθεί ο Πολκ είχε συναντήσει τον Τσαλδάρη και τον είχε απειλήσει ότι θα αποκαλύψει την εμπλοκή του σε οικονομικό σκάνδαλο παράνομης αποστολής 25.000 δολαρίων στην Chase National Bank της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, οι αμερόληπτες ανταποκρίσεις του Πολκ για τον Εμφύλιο είχαν ενοχλήσει το καθεστώς, που αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση. Έτσι, η σύγκρουσή του με τον Τσαλδάρη ενεργοποίησε τους μηχανισμούς που οδήγησαν στη δολοφονία του λίγες μέρες μετά από ακροδεξιούς στη Θεσσαλονίκη. Όσο για το ρόλο των αμερικανικών Αρχών; Η Μάρτον συμπεραίνει πως καθώς άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ αποδέχθηκαν την μη απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση Πολκ προκειμένου να διαφυλάξουν τη σχέση τους με τη δεξιά ελληνική κυβέρνηση, την οποία θεωρούσαν ως «προμαχώνα ενάντια στην εξάπλωση του κομμουνισμού». «Η Αμερική πρόδωσε έναν από τους πιο χαρισματικούς της ανταποκριτές» λέει η ίδια.
«Προκάλεσε καταιγίδα στην Ελλάδα» έγραφαν οι New York Times για την Κέιτι Μάρτον στις 17 Οκτωβρίου του 1990. «Ο συντηρητικός πρόεδρος της Βουλής (Αθανάσιος Τσαλδάρης) την κατηγορεί για ‘χυδαία ψεύδη’ και την απειλεί με μηνύσεις (…) εκείνη όμως μοιάζει αδιάφορη». «Δεν είχα καμία πρόθεση να αποκαταστήσω τους κομμουνιστές» δήλωνε στην εφημερίδα. «Αν είμαι προκατειλημμένη σε βάρος μίας εκ των δύο πλευρών, είναι αυτή των κομμουνιστών και νιώθω περισσότερο πρόσφυγας παρά Αμερικανίδα πατριώτισσα» συμπλήρωνε η Μάρτον, κόρη Ούγγρου δημοσιογράφου που είχε φυλακιστεί από την κομμουνιστική κυβέρνηση της Βουδαπέστης, όταν εκείνη ήταν παιδί. Υποστήριζε ακόμα πως στην έρευνά της λειτούργησε ως ντεντεκτιβ και τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε ήταν αναπόφευκτα.
Όπως όμως επισήμαινε ο Στάθης Ευσταθιάδης σε άρθρο του στο Βήμα το 1998, οι ισχυρισμοί της Μάρτον δεν θα μπορούσαν να ληφθούν σοβαρά, καθώς επισταμένη έρευνα προ ετών στα αρχεία της αμερικανικής τράπεζας Chase National Bank δεν έδειξε κανέναν Τσαλδάρη να είχε ποτέ λογαριασμό εκεί. Την ποιότητα του βιβλίου αμφισβητεί και ο Κωστής Καρπόζηλος. Όπως τονίζει όμως, φαίνεται πως τελικά «δεν λογοκρίνονται μόνο τα Νόμπελ»… Και κάπως έτσι το βιβλίο «The Polk Conspiracy» δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά.