Χωρίον πλησίον Μελιγαλά

Χωρίον πλησίον Μελιγαλά

Διαβάστε ένα άρθρο - σχόλιο για το οικείο πρόσωπο του τέρατος με τις ανοίκειες συνήθειες, με αφορμή ένα -πένθιμο- κυριακάτικο περιστατικό (συμμετοχή στις "Γνώμες" του News 247)

Τα πρωινά της Κυριακής, προσπαθεί κανείς να ξαναβρεί λίγη ησυχία. Στις μικρές πόλεις και τα χωριά, η κίνηση είναι αραιή. Οι εφημερίδες περιμένουν τυλιγμένες έξω από τα περίπτερα. Αλλοι κοιμούνται ακόμα, άλλοι σιγά-σιγά ξυπνάνε, κι άλλοι είναι στην εκκλησία ή στο καφενείο.

Αυτό όμως το κυριακάτικο  πρωινό, έχει ασυνήθιστη κίνηση. Αυτοκίνητα σταματημένα, μαυροντυμένοι άνθρωποι πηγαινοέρχονται, συνεννοήσεις γίνονται στο άψε-σβήσε. Η ομοιομορφία της φορεσιάς κάνει τα χαρακτηριστικά του καθενός δυσδιάκριτα. Κάπως όπως στο πένθος, που δύσκολα ξεχωρίζει κανείς από μακριά ποιά είναι η μάνα, ποιά η αδερφή και ποιά η σύζυγος του εκλιπόντος. Το μαύρο ομογενοποιεί, πλάθει κάτι που μοιάζει με άμορφη μάζα. Μόνο από κοντά μπορεί κανείς να δει.

Από κοντά όμως, αρχίζουν τα χαρακτηριστικά να ξεχωρίζουν. Γνώριμα  πρόσωπα, οικείες φυσιογνωμίες, άνθρωποι που τις υπόλοιπες μέρες συναλλάσσονται κανονικά με τις ζωές των υπολοίπων. Ο υπάλληλος του τάδε καταστήματος, ο τεχνικός της δείνα υπηρεσίας, ο συνταξιούχος γείτονας μαζί με την κόρη του. Ίδιοι με το προηγούμενο βράδυ, που οι δρόμοι τους συναντήθηκαν στην κεντρική πλατεία, που καλησπέρισαν ο ένας τον άλλο, ή έστω έγνεψαν από μακριά. Όλοι στα μικρά μέρη άλλωστε, γνωρίζονται μεταξύ τους.

Όμως δεν φεύγουν ακόμα. Κάτι περιμένουν. Σε λίγο τους πλησιάζει  ένα λεωφορείο με τα ίδια διακριτικά που έχουν στις μπλούζες τους. Σταθμεύει στην άκρη του κεντρικού δρόμου, και οι μαυροντυμένοι νεαροί επιβάτες κατεβαίνουν. Χαιρετούν από μακριά, και κατευθύνονται προς την (κλειστή) είσοδο παρακείμενου καταστήματος. Η πρωινή ενούρηση αλ-φρέσκο, είναι ανακουφιστική. Η απόσταση ήταν μεγάλη, έχει και ο άνθρωπος -ακόμα και ο μαυροντυμένος- τις αντοχές του. Οι ντόπιοι ομοϊδεάτες χαμογελούν συγκαταβατικά. Από την απέναντι μεριά του δρόμου, μερικές μαυροντυμένες γυναίκες που πηγαίνουν σ´ ένα μνημόσυνο, τους κοιτάζουν αποσβολωμένες. O tempora, αναλογίζονται, o mores. Είναι κι αυτό το μαύρο που όσο να ‘ναι μπερδεύει.

Έπειτα από λίγο, η ομάδα  των ουρητών επιβιβάζεται, έχοντας  εναποθέσει τα σκουπίδια σε παραπλήσιο κάδο, και το πούλμαν αναχωρεί συνοδευόμενο από την τοπική αποστολή. Χαιρετιούνται  μεταξύ τους, χαιρετούν και τους υπόλοιπους που στέκονται απέναντι. Και αναχωρούν, αφήνοντας πίσω τους την αποφορά της κοινής, δημόσιας ενούρησης. Σε λίγο θα φθάσουν σε ένα επετειακό κάλεσμα με παρόντες όλους τους αστέρες της φαιάς παράστασης με τα ανεβασμένα ποσοστά. Θα συναντηθούν από κοντά, θα σταθούν δίπλα-δίπλα, θα χαιρετηθούν μεταξύ τους με τον δικό τους τρόπο, θα σχολιάσουν τα πρόσφατα κατορθώματά τους, θα προπηλακίσουν τον εκλεγμένο δήμαρχο, θα προσβάλλουν τους παρόντες, θα μοιράσουν απειλές, και θα μοιραστούν -εκτός από τα ούρα- το μίσος. Όπως στο πένθος μοιράζονται τη θλίψη και τα κόλλυβα.

(Κι ενώ το πένθος με τον καιρό κλείνει τον  κύκλο του και η ζωή ξαναπαίρνει  την κανονική της ροή, αυτό το άλλο, το ιδιότυπο πένθος, αυξάνεται, πληθαίνει, αποκτά γνώριμο πρόσωπο και  επιβάλλει νέα ήθη. Που σιγά-σιγά συνηθίζουμε ακόμα και την δυσοσμία τους).

* Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα