Ο ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΠΟΥΤΙΝ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ “ΑΦΕΝΤΙΚΟ”
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι συνεπής από την πρώτη ημέρα που εμφανίστηκε στα κοινά -αρχικά της ΕΣΣΔ και μετά του κόσμου- έως τώρα. Κάνει πάντα ό,τι θέλει.
Ο χαρακτηρισμός “αυθεντία της εξαπάτησης” μάλλον παρουσιάζει υπεραπλουστευμένα αυτό που είναι πραγματικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Στις δεκαετίες της πολιτικής του καριέρας, έχει αποδειχθεί μετρ στους στρατηγικούς ελιγμούς και στον έλεγχο του όποιου αφηγήματος τον αφορά.
Ως πράκτορας της KGB είχε εκπαιδευτεί στη χειραγώγηση, την παραπληροφόρηση και στο… να διαβάζει το δωμάτιο -να καταλαβαίνει τι γίνεται, πριν γίνει. Αυτές οι ικανότητες έγιναν οι “κατασκευαστικές” του λειτουργίες, όπως εδραίωνε την εξουσία του και διαχειριζόταν την εικόνα της Ρωσίας στο πλαίσιο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.
Σκέψου τον εαυτό σου να κάνει ό,τι θέλει, πολυεπίπεδα, επί 25 χρόνια, χωρίς να “πληρώνεις” συνέπειες.
Δεν θα το τερμάτιζες, αργά ή γρήγορα;
To καψόνι στον Ζελένσκι
Μετά πολλά “κύματα” σε διπλωματικό επίπεδο, πριν λίγες ημέρες, ο Ρώσος ηγέτης πρότεινε την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, δηλώνοντας πρόθυμος να κάνει απευθείας συζητήσεις με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι«χωρίς προϋποθέσεις». Έως τότε αρνείτο πεισματικά να δει μπροστά του από την αρχή των ειρηνευτικών συνομιλιών, εξηγώντας πως δεν τον αναγνωρίζει ως ηγέτη της Ουκρανίας.
Ο Ζελένσκι δέχθηκε πιέσεις από τον Τραμπ και τελικά είπε πως θα πάει στο ραντεβού, αρκεί να ήταν εκεί ο Πούτιν. Μπήκε στη μέση ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η Κωνσταντινούπολη έγινε ο τόπος της μεγάλης συνάντησης.
Τότε, ο Πούτιν θυμήθηκε πως δεν βλέπει τον Ζελένσκι ως ομόλογο του και άρα δεν θέλει να τον δει και όρισε αντιπροσωπεία.
Επρόκειτο λοιπόν, για καψόνι που είχε ως στόχο «να κρατήσει το Κίεβο και τους συμμάχους του σε αγωνία και να επιτρέψει μια αλλαγή σχεδίων την τελευταία στιγμή» όπως είπε ο πρώην Ρώσος διπλωμάτης, Μπόρις Μποντάρεφ στους Moscow Times.
Με λίγα λόγια, ήθελε να θυμίσει ποιος είναι το αφεντικό.
Mετά είπε ο Τραμπ πως δεν θα τελειώσει τίποτα μέχρι να συναντηθεί με τον Πούτιν “κάποια στιγμή, γιατί πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι” (αργότερα πρόσθεσε πως “αυτό θα γίνει σύντομα”), με τον φίλο του Βλαντίμιρ να συμφωνεί με αυτό το γενικό και αόριστο πλαίσιο.
Έως ότου αποφασίσουν να ειδωθούν, ας δούμε την προϊστορία του σε τέτοιου είδους επιδείξεις.
Ο Πούτιν ήταν ένα ετερόκλητο, ισχνό, αλλά και θαρραλέο παιδί
Βάσει επισήμων εγγράφων γεννήθηκε στις 7/10 του 1952, στο Λένινγκραντ, ως ο βενιαμίν της πενταμελούς οικογένειας που δημιούργησαν ο Βλαντίμιρ Σπιριντόνοβιτς Πούτιν και η Μαρία Ιβάνοβα Πούτινα. Πριν καλωσορίσουν τον Vladimir Vladimirovich Putin είχαν “χάσει” δυο αγόρια -το ένα όταν ήταν βρέφος και το άλλο από διφθερίτιδα, κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Ναζί.
«Τον λάτρευαν. Ήταν το κέντρο του κόσμου τους, γιατί πάντα ήθελαν έναν γιο, αλλά ήταν “συγκρατημένοι” από τη φύση τους. Δεν έδειχναν τα συναισθήματα τους», είπε στο BBC γειτόνισσα του μετέπεια Ρώσου ηγέτη. «Δακρίνονταν για την ειλικρίνεια και την αξιοπρέπεια που είχαν, με τον πατριωτισμό και την πίστη να είναι οι βασικές τους αρχές.
Δούλευαν όλη την ημέρα σε ένα αρτοποιείο (ο πατέρας του, ένας ταγμένος Κομμουνιστής που δεν έπινε βότκα, είχε επιστρατευτεί -είχε υπηρετήσει στο ναυτικό, στο τάγμα καταστροφής του Υπουργείο Εσωτερικών) και τα παιδιά, στην ουσία, μεγάλωναν μόνα τους.
Έτρεχαν όλη την ημέρα, σαν να είναι στη ζούγκλα, σε μια πολύ δύσκολη εποχή. Επίσης, ακολουθούσαν το νόμο της ζούγκλας που θέλει να επιβιώνει ο πιο ισχυρός»
Ο Βλαντίμιρ ήταν ένα μικρόσωμο, αδύνατο αγόρι «οπότε ήταν σημαντικό για εκείνον να είναι δυνατός, ώστε να μην τον χτυπούν». Έτσι άρχισε μαθήματα δυο πολεμικών τεχνών (της ρωσικής που λέγεται σάμπο και του τζούντο), στα 12.
Διακρίθηκε και στα δύο, με τον προπονητή του στο τζούντο να ‘χει πει ότι θα μπορούσε να μπει στην Ολυμπιακή ομάδα, καθώς «ήταν πάντα αποφασισμένος για τη νίκη. Αν δεν μπορούσε να την πάρει με τη δύναμη του, χρησιμοποιούσε την πονηριά του. Είχε τέτοια αντοχή που τους έβγαζε όλους νοκ άουτ».
Μια από τις αγαπημένες του, διαχρονικές ατάκες είναι η εξής:
«Ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που πήρα στη ζωή είναι να μη δείχνω αδυναμία, γιατί ο αδύναμος χάνει πάντα».
Έχει πει πως ονειρεύτηκε να γίνει κατάσκοπος, παρακολουθώντας κατασκοπική ταινία για πρώτη φορά στη ζωή του.
Πάμε τώρα και σε όσα ανακάλυψε το Frontline, όπως αναζητούσε υλικό για το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Putin’s Revenge».
To μέσο έκανε 56 συνεντεύξεις με πρώην επικεφαλής μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, διπλωμάτες, Ρώσους και Αμερικανούς insiders στα πολιτικά δρώμενα, δημοσιογράφους και ιστορικούς, σε Ουάσινγκτον, Μόσχα, Νέα Υόρκη και Καλιφόρνια, σε διάστημα έξι μηνών. Τριάντα τρεις συνεντεύξεις υπάρχουν on camera και 23 ως ηχητικά ντοκουμέντα.
Αυτή της γνωστής Ρωσίδας δημοσιογράφου και πολιτικής επιστημόνισσας, Γεβγκένια Αλμπάτς θα τη βρεις και σε video και σε γραπτό κείμενο.
Η ερευνήτρια δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης στους New Times -εβδομαδιαίο ανεξάρτητο πολιτικό μέσο που έχει έδρα στη Μόσχα.- έχει γράψει και τέσσερα βιβλία. Το ένα είχε τίτλο «Το κράτος μέσα στο κράτος: η KGB και τι σημαίνει για τη Ρωσία-παρελθόν, παρόν και μέλλον». Μεταξύ όσων είπε στο Frontline για τον Πούτιν, ήταν πως «οι γονείς του είχαν επιβιώσει του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, με τον πατέρα του να υπηρετεί στη διεύθυνση αντικατασκοπείας.
Μετά τον πόλεμο η οικογένεια δεν ανήκε καν στην εργατική τάξη. Ήταν ακόμα πιο φτωχοί -όπως οι περισσότεροι μεταπολεμικά, όπως ‘ξανάχτιζαν’ τη Σοβιετική Ένωση. Ζούσαν σε κοινόχρηστο διαμέρισμα -μαζί με άλλες οικογένειες-, όταν απέκτησαν το μικρότερο γιο τους. Ήταν 40 ετών», αλλά ήθελαν τον γιο, ο οποίος για αρχή έπρεπε να μάθει να επιβιώνει σε μια “ζούγκλα”, χωρίς να τον βοηθά το φιζίκ του.
Ως παιδί απέκτησε τη συνήθεια να γράφει σε ημερολόγιο όσα ζούσε κάθε μέρα.
Η KGB του έδωσε τις καλύτερες γνωριμίες και ένα “κουσούρι” που κουβαλάει ακόμα
Ο Πούτιν όντως φοίτησε στο Δικαστικό Τμήμα του πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης (όπου άρχισε και την πολιτική του καριέρα), εν τούτοις η σχολή του δεν “έβγαζε” νομικούς και δικηγόρους, αλλά «υπάκουους γραφειοκράτες της Σοβιετικής Ένωσης». Κυκλοφορεί και ότι μετά την αποφοίτηση (1975), έγινε αποδεκτός στα αρχηγεία της KGB, στην Αγία Πετρούπολη, που τότε λεγόταν Λένινγκραντ.
Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν πολλές επιλογές (απαγορεύονταν η επιχειρηματικότητα και το προσωπικό κέρδος), η είσοδος στο Κομμουνιστικό Κόμμα ή την KGB που προστάτευε το Κόμμα ήταν το ιδεώδες.
«Το πρώτο πράγμα που μάθαινε κάθε πράκτορας της KGB είναι να είναι καχύποπτος για όλους και για όλα. Να υποψιάζεται πως όλοι μπορούν να κάνουν κακό στη χώρα. Ο Πούτιν “κουβαλάει” ακόμα αυτήν την πεποίθηση, κάτι που δεν είναι καλό για έναν πρόεδρο», σχολίασε η Ιρίνα Μπορόγκαν, ερευνήτρια δημοσιογράφος και εκ των συγγραφέων του «Red Web: η πάλη μεταξύ των ψηφιακών δικτατόρων της Ρωσίας και των νέων online επαναστατών».
Η Αλμπάτς πρόσθεσε ότι «η ζωή του Πούτιν άλλαξε όταν μπήκε στην KGB, επί της ουσίας μια οργάνωση-κάστα της Σοβιετικής Ένωσης για τα παιδιά των αριστοκρατών. Δηλαδή των μελών της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος ή των κορυφαίων επιπέδων του στρατού. Αυτά γίνονταν κυρίως, αποδεκτά στο Τμήμα Μυστικών Πληροφοριών, καθώς διορίζονταν εκτός χώρας. Τότε όνειρο κάθε Σοβιετικού ήταν να ζήσει μακριά από τις ‘απολαύσεις’ που πρόσφερε το κομμουνιστικό κράτος.
«H KGB ήταν το πιο δυνατό ίδρυμα της ΕΣΣΔ. Αν το συγκρίνω με ό,τι έχει η Αμερική, θα πω ότι ήταν το FBI, η CIA, το NSA και ό,τι άλλο έχει σε επίπεδο πληροφοριών, μαζί. Ένα μονοπώλιο που παρήγαγε βία».
«Υπήρχε τμήμα που ήλεγχε τους πολίτες, άλλο για τους διανοούμενους, διαφορετικό για τις επιστήμες, ξεχωριστό για την εκκλησία ή τα media ή τα σπορ και ούτω καθ’ εξής. Αστυνόμευε τους πολιτικούς, το χρήμα, τις επιχειρήσεις -τα πάντα. Και την ίδια ώρα είχε πρόσβαση παντού».
Πολλοί έχουν αναφέρει κατά καιρούς πως δεν ήταν καλός πράκτορας. Ο Γκενάδι Γκούντκοφ, ο οποίος υπηρέτησε στο ρωσικό κοινοβούλιο από το 2001 έως το 2012 και ανήκει στους γνωστούς επικριτές του Πούτιν, είχε πει ότι «έκανα την ίδια διαδρομή. Αποφοίτησα από την ίδια σχολή και ξέρω πώς γίνεται η επιλογή. Περνάμε από πολύ δύσκολες και σοβαρές εξετάσεις. Μόνο η ελίτ επιβιώνει όλων των απαιτήσεων. Και μόνο το γεγονός ότι αποφοίτησε σημαίνει ότι ήταν καλός πράκτορας».
Στην KGB ο Πούτιν δούλεψε στην αντικατασκοπεία (φευ), με κάποια από τα καθήκοντα του συνδέονταν στενά με την ιδεολογική αντικατασκοπεία που ήταν υπεύθυνη για την εποπτεία και την αντιμετώπιση των αντιφρονούντων”. Μετά έγινε φοιτητής της Ακαδημίας Πληροφοριών «που τότε λεγόταν σχολείο», γιατί ήθελε να περάσει σε αυτόν τον τομέα.
Έως τα μέσα του ’80 η KGB είχε δύο κύρια “φυλάκια” εκτός συνόρων. Ένα ήταν στην Ευρώπη -στο Βερολίνο- και ένα στο Αφγανιστάν. Δευτερευούσης σημασίας ήταν ένα “παράρτημα” και στη Δρέσδη της τότε Ανατολικής Γερμανίας. H κυβέρνηση του μεταρρυθμιστή Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έστειλε τον Πούτιν στη Δρέσδη, όταν αποφοίτησε από το Σχολείο Πληροφοριών. Πριν περάσουμε στα της Γερμανίας, θα θέλαμε να μοιραστούμε ένα περιστατικό που έχει πει ότι είχε ζήσει στα πρώτα του χρόνια στην υπηρεσία.
«Eίχαν έλθει κάποιοι αντιφρονούντες και ήθελαν να κάνουν μια μικρή διαδήλωση, σε ένα μνημείο του Λένινγκραντ. Η KGB είχε ενημερωθεί. Τι έκανε; Προσέλαβε μια μικρή μπάντα και εμφάνισε ως μέλη της κατασκόπους που είχαν φορέσει τις στολές. Είχαν και στεφάνια να καταθέσουν, πριν εμφανιστούν οι διαδηλωτές τους οποίους “μπλόκαραν'” Και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ ότι όλο αυτό ήταν έργο της KGB“, που χρησιμοποιούσε συχνά τέτοια μικρά τρικ εξαπάτησης και ελέγχου.
Το άδοξος τέλος του στην KGB
Επισήμως πήγε στη Δρέσδη, γιατί τα γερμανικά του ήταν πολύ καλά -ήταν μάθημα στο σχολείο. Η Αλμπάτς εξηγεί ότι «από όσο γνωρίζω εστάλη εκεί από το τμήμα προσωπικού της KGB και η δουλειά του ήταν αυτή του διευθυντή.
Είχε χάσει όλον τον ενθουσιασμό που υπήρχε στη Ρωσία. Δεν έζησε τις αλλαγές, δεν πίστεψε σε αυτές, δεν συμφώνησε με αυτές. Τον υποδέχθηκαν με τιμές. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καταλάβαιναν πως πια δεν είχαν τη στήριξη της Μόσχας. Τότε ο Πούτιν ήταν junior πράκτορας της KGB στη Δρέσδη που ήταν το high tech εργοστάσιο του ανατολικού μπλοκ.
Οι καθημερινές υποχρεώσεις του δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα, αν κάποιος καθηγητής της Ανατολικής Γερμανίας επρόκειτο να ταξιδέψει στη Δυτική, τον ενημέρωνε για το τι έπρεπε να αναζητήσει για να μελετήσει και να τα μεταδώσει, με την επιστροφή του. Κάποιος μπορεί να ήθελε ένα πλαστό δίπλωμα ή μια μεταμφίεση. Ό,τι έκανε ο Πούτιν ήταν διοικητική δουλειά.
Ήταν και δίπλα στα αρχηγεία της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών της Ανατολικής Γερμανίας (Stasi), που ήταν πολύ μεγαλύτερη σε δυναμική. Ισχύει πως στη Δρέσδη η δουλειά του ήταν αδιάφορη. Αλλά πίστευε στην αποστολή που υπήρχε, ότι προστάτευε το κράτος. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένας αντισυνταγματάρχης στα 17 χρόνια στην KGB.
Προς το τέλος της καριέρας του στάθηκε λίγο άτυχος, γιατί πέτυχε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Στο βιβλίο με τίτλο Vladimir Putin and Dresden, Germany: The Genesis of Myth Making του Μαρκές Βίκερ αναφέρεται ότι «στις 5 Δεκεμβρίου 1989, λίγο μετά την πτώση του Τείχους, ο Πούτιν είδε εξοργισμένους πολίτες να εισβάλλουν στα γραφεία της Stasi, που βρίσκονταν στον ίδιο δρόμο με τα γραφεία της KGB στη Δρέσδη. Αντιλαμβανόμενος ότι το πλήθος κατευθυνόταν και προς τα εκεί, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τη Μόσχα για οδηγίες. Δεν έλαβε όμως, απάντηση.
Τότε, βγήκε έξω και προειδοποίησε το πλήθος ότι οι συνάδελφοί του ήταν οπλισμένοι. Έτσι, κατάφερε να αποτρέψει την εισβολή στα γραφεία της KGB, όπου επέστρεψε για να καταστρέψει όλα τα έγγραφα που είχε στη διάθεση του».
Ακολούθως, αιτήθηκε μιας θέσης στην υπηρεσία πληροφοριών της Μόσχας, των 800.000 καταγεγραμμένων μελών -ουδείς ξέρει τον ακριβή αριθμό. Του την αρνήθηκαν.
Αυτό σήμαινε πως κάπου εκεί είχε τελειώσει και η καριέρα του.
«Προσπαθούσε να βρει τον τρόπο του, έβλεπε πως είχαν δημιουργηθεί ρωγμές στους θεμέλιους λίθους της KGB. Yπήρχε ένα μέρος συλλογής ξένων πληροφοριών που γινόταν κάτι άλλο. Κάποια στιγμής, ο Γέλτσιν είχε “σπάσει” την KGB σε εννέα διαφορετικούς οργανισμούς, δημιουργώντας νέες, διαφορετικές υπηρεσίες, για πράγματα όπως οι τρόποι επιβολής του νόμου εντός της χώρας.
Η αλήθεια είναι πως τα κορυφαία στελέχη βρήκαν πολύ καλές δουλειές, τις οποίες τους έδωσαν οι νέοι ολιγάρχες που άρχισαν να εμφανίζονται το ’90. Εισχώρησαν στον ολιγαρχικό καπιταλισμό.
Πολλοί άλλοι, του επιπέδου του Πούτιν ένιωσαν πως να έχουν “χαθεί”, αφού δεν ήξεραν τίποτα για εκείνη τη νέα κοινωνία. Έγινε δύσκολο να βρουν τη θέση τους σε αυτήν, κάτι στο οποίο να πιστέψουν, ενώ είχε καταρρεύσει αυτό που ήξεραν έως τότε: πως το κράτος “τρέχει” τα πάντα.
Ο Πούτιν φάνηκε ρεαλιστικής και πραγματιστής. Δεν έχασε χρόνο να αναρωτιέται τι συνέβη στη μεγάλη Σοβιετική Ένωση. Βγήκε εκεί έξω και επιχείρησε να βρει τη δική του θέση, στη νέα πραγματικότητα. Δεν είχε ψευδαισθήσεις πωςσύντομα θα άλλαζαν όλα, με την επιστροφή σε αυτό που ήξερε ως κανονικό.
Ήξερε πως δεν υπάρχει επιστροφή και έψαξε να βρει από πού μπορεί να πιαστεί, χωρίς να χρειαστεί να φύγει από το Λένινγκραντ (βλ. Αγία Πετρούπολη)», όπου επέστρεψε.
Έγινε αναπληρωτής κοσμήτορα, στο Πανεπιστήμιο. Στην ουσία, έγινε υπεύθυνος για την παρακολούθηση των ξένων φοιτητών ή ό,τι άλλου υπήρχε στο ίδρυμα και ήταν ξένο. Ήταν 40 ετών και προφανώς δεν είχε παραιτηθεί από τα “θέλω” του.
Απλά είχε βρει έναν άλλον δρόμο να φτάσει σε αυτά: την πολιτική.
Aπό την KGB σε Fixer του Δημάρχου Αγίας Πετρούπολης
Άρχισε με τον Δήμο της Αγίας Πετρούπολης το 1991 και το 1998 μετακόμισε στη Μόσχα. Ένα χρόνο μετά ήταν υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και υπηρεσιακός Πρόεδρος και το 2000 έγινε ο ηγέτης της υπερδύναμης.
Σε αυτήν τη διαδρομή, κατά την Αμπάτς έπαιξε καταλυτικής σημασίας ρόλο το γεγονός ότι «είναι πολύ έξυπνος. Ευφυής, ικανός και εξαιρετικά εκπαιδευμένος χάριν της φοίτησης του στη Σχολή, όπου είχε μάθει και πώς να ‘στρατολογεί’ τους σωστούς ανθρώπους. Αυτά χρησιμοποίησε».
«Αν μιλήσετε με ανθρώπους που τον ξέρουν, θα σας πουν ότι είναι πολύ γοητευτικός και λέει όσα θέλετε να ακούσετε».
«Σε κάνει να νιώσεις φίλος του και ότι μαζί μπορείτε να καταφέρετε τα πάντα. Σε πείθει ότι είναι ένας από εμάς, παρ’ ότι ήταν από την KGB. Αυτό το αφήγημα το πίστεψαν όλοι όσοι τον συνάντησαν στα μέσα του ’90. Έπεισε τους πάντες πως είναι δημοκράτης. Αυτό που ήταν ανέκαθεν είναι επαγγελματίας ψεύτης, ο οποίος κατέχει άριστα την τέχνη της εξαπάτησης».
Ο Τικόν Ντζιάντκο, επίσης Ρώσος δημοσιογράφος παρανόηση. «Για τους περισσότερους Ρώσους είναι ένας τύπος που ξεκίνησε από το πουθενά και έγινε δυνατός, πραγματικός ηγέτης. Οι δημοσιογράφοι ξέρουν πως ήταν στις μυστικές υπηρεσίες και νωρίτερα ήταν αυλικός του πρώτου εκλεγμένου Δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης, Ανατόλι Σομπτσάκ», ο οποίος επηρεάσε την καριέρα του Πούτιν που δημιούργησε μια μυστικοπάθεια γύρω του.
Ο Φραντς Σεντελμάιερ, προμηθευτής της αστυνομίας της Αγίας Πετρούπολης από το 1989 έως το 1996 ήθελε να πάρει τα χρήματα του και του είπαν πως έπρεπε να συνεννοηθεί με τον Πούτιν. «Είδα μπροστά μου έναν πολύ αυστηρό τύπο, μικρού αναστήματος, χωρίς χιούμορ, που φαινόταν ότι θέλει να ανταλλάξει δυνατή χειραψία, ενώ με κοιτούσε στα μάτια. Μου είπε πως είχε σοβαρά πράγματα να κάνει -να προστατεύει τον Δήμαρχο του- και δεν ήθελε επιπρόσθετους πονοκεφάλους.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε έως ότου τελείωσε το ραντεβού, έκανα τις ερωτήσεις μου και έμαθα πως ο Σομπτσάκ ήταν τελείως διεφθαρμένος και μια από τις δουλειές του Πούτιν ήταν να τον κρατά μακριά από τα προβλήματα.
«Ο Σομπτσάκ έπαιρνε 100.000 δολάρια από τους έχοντες, η πόλη κατέρρεε και ο κόσμος δεν είχε να φάει. Ο Δήμαρχος χρειαζόταν κάποιον που να γίνει ο ενδιάμεσος μεταξύ του ιδίου και των οργάνων του κράτους (KGB, αστυνομία κλπ), ώστε να μην αποκτήσει σοβαρά προβλήματα. Ο Πούτιν έγινε ο Fixer του».
Ο Σομπτσάκ ήταν χαρισματικός στις ομιλίες του και άνθρωπος της θεωρίας. Δεν ήξερε πώς να περνάει στην πράξη. Πώς να λύνει προβλήματα, όπως να βρει φαγητό για το λαό.
«O κόσμος πεινούσε και ο Πούτιν έγινε η λύση στο πρόβλημα του Σομπτσάκ, αφού ήταν εκείνος που έκανε πράγματα. Ξεκίνησε με ένα deal που έγινε μεταξύ 19 διαφορετικών εταιριών -μεταξύ τους ήταν και πολλές ξένες- και αφορούσαν όλες τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων. Μόνο που το ‘πλάνο “τσάκισε”, όταν χάθηκαν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Κάτι που τότε ήταν συχνό φαινόμενο.
Για τον Πούτιν ήταν η πρώτη του εμπειρία από τον καπιταλισμό της νέας Ρωσίας των ελευθεριών του Γκορμπατσόφ. Πρέπει να τον άφησε με την εντύπωση πως ο καπιταλισμός ήταν ένα πραγματικά περίεργο και άγριο “μέρος”, ενδεχομένως πιο αυθαίρετο και ίσως πιο χειραγωγήσιμο από ό,τι καταλάβαιναν τότε οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ένωσης».
Έμεινε πιστός στον Δήμαρχο, ενώ παράλληλα ασχολείτο με το πώς εκείνος μπορεί να γίνει πιο δυνατός. Και τότε τον κάλεσαν στη Μόσχα «όχι γιατί ήταν δημοφιλής, αλλά επειδή επειδή ήταν γνωστός ως γραφειοκράτης που είναι ικανός να κάνει πράγματα.
Αρχικά ανέλαβε κάποιες μικρές θέσεις στο Κρεμλίνο (πχ την ανακαίνιση των κτιρίων του) και πρόκληση στην πρόκληση αναρριχήθηκε στην κορυφή, γιατί ήταν απρόσωπος. Ήταν αυτός που “ναι μεν είναι πρώην πράκτορας της KGB, αλλά επίσης κάνει ό,τι δουλειά του αναθέτουμε”.
Έτσι βρέθηκε στην Federan Security Service (FSS), τη διάδοχο κατάσταση της KGB και έγινε επικεφαλής για ένα χρόνο. Ήταν αυτός της μάξιμουμ ελευθερίας, των νέων ιδεών, του υπερμεγέθους πλούτου, των ολιγαρχών που άρχισαν να παίρνουν δύναμη και να ορίζουν -παρασκηνιακά- τις εξελίξεις.
Δεν υπήρχε ο κανόνας του νόμου. Τον έφτιαξε και το Μάρτιο του 1999 ανέλαβε τα ηνία της Επιτροπής Ασφαλείας του έθνους. Μετά έγινε διάδοχος του Μπόρις Γέλτσιν, ο οποίος είχε πιστέψει πως είχε βρει το συνεχιστή του έργου του».
Το μεγαλύτερο λάθος του Γέλτσιν
Ο μεγάλος ηγέτης της ΕΣΣΔ, Μπορίς Γέλτσιν δεν είχε πιστέψει το προσωπείο που προσπαθούσε να πλασάρει ο Πούτιν «και δεν τον συμπαθούσε. Είχε προτιμήσει για να έχει κοντά του τον Νικολάι Ακσενένκο, επικεφαλής του μονοπωλίου του σιδηρόδρομου. Μετά έγινε Υπουργός Μεταφορών.
Οι άνθρωποι που είχε γύρω του ο Γέλτσιν -και ειδικά αυτοί που ασκούσαν μεγάλη επιρροή- του έλεγαν για τον Πούτιν, με πρώτη και καλύτερη την κόρη του, Τατιάνα και τον γαμπρό του και πρώην πρωσοπάρχη, Βαλεντίν Γουμάσεφ, όπως και τον πρώτο προσωπάρχη που είχε ποτέ ο Πούτιν, τον Αλεχάντερ Βολόσιν.
Όταν ανήλθε ο Πούτιν σε επίπεδο που μπορούσε να συναντήσει τον Γέλτσιν, εκείνος ήταν άρρωστος και είχε περιορισμένη συνοχή. Τον έπεισαν να δώσει στον νέο πολιτικό μια δεύτερη ευκαιρία, ιδιαίτερα από την στιγμή που είχε γίνει και φίλος του Μπιλ Κλίντον «και είχε διαπιστώσει πως δεν φέρονταν στη Ρωσία ως μεγάλη δύναμη. Για αυτό και θεωρούσε τον Γέλτσιν ντροπή για τη Ρωσία».
Η Αμπάτς αφηγήθηκε ένα σχετικό περιστατικό.
«Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα με ένα εκ των μελών της ‘αυλής’ του Γέλτσιν, στην πρώτη ορκωμοσία του Πούτιν, το Μάιο του 2000. Τον είχα πει “δεν καταλαβαίνετε πως δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος, αλλά ένας εκπρόσωπος της KGB, ο οποίος αναλαμβάνει την ηγεσία της χώρας; Η KGB την αναλαμβάνει”. Είχα υψώσει τον τόνο της φωνής μου. Εκείνος που ήξερε πως μας παρακολουθούν, μου απάντησε, με ένα σημείωμα στο οποίο είχε γράψει “τον ελέγχουμε πλήρως”.
Ήταν το μεγαλύτερο λάθος που μπορούσαν να κάνουν, γιατί κανείς πολίτης δεν μπορεί να ελέγξει μια υπηρεσία πληροφοριών. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο από άλλη ειδική υπηρεσία».
Ο Γκενάδι Γκούντκοφ εξήγησε για τον Γέλτσιν ήταν ότι «έκανε πάρα πολλά λάθη και δημιούργησε πολλά προβλήματα για τη Ρωσία, αλλά ήταν ο πρώτος ηγέτης που έφυγε μόνος. Ο πρώτος που είχε δύναμη και την άφησε. Για την ακρίβεια, την έδωσε στο διάδοχο του. Εξέτασε πολλές περιπτώσεις και διάλεξε τον Πούτιν. Ξέρω πως η οικογένεια του το έχει μετανιώσει πολλές φορές.
Ήταν η εποχή που η χώρα φαινόταν ότι διαλυόταν. Υπήρχε αστάθεια. Χρειαζόταν ένας άνθρωπος που να ξέρει εκ των έσω την κατάσταση, τα προβλήματα και τις αιτίες. Πιστέψαμε πως ο Πούτιν μπορούσε να σταματήσει της φυγόκεντρες δυνάμεις που ήταν επικίνδυνες.
Στην αρχή ανταποκρίθηκε των προσδοκιών και τον υποστηρίξαμε. Πιστέψαμε πως ήταν αυτός που χρειαζόμασταν».
Ο Πούτιν ανέλαβε να ξαναφτιάξει μια διαλυμένη χώρα
Ο David E. Hoffman, υπεύθυνος του γραφείου της Washington Post στη Μόσχα, από το 1995 έως το 2001 και βραβευμένος με Pulitzer επισήμανε ότι «ο Πούτιν πέρασε όλη του την καριέρα σε ένα ίδρυμα που χρησιμοποιούσε την απάτη και την υπονόμευση, ως εργαλεία του κράτους.
Πέρασε 17 χρόνια μελετώντας αυτές τις μεθόδους, πριν μπει στην πολιτική -χωρίς να αφήσει στην άκρη ό,τι είχε μάθει -με πρώτο ότι η Σοβιετική Ένωση είναι υπερδύναμη, παγκόσμια δύναμη που απολαμβάνει τον σεβασμό όλου του κόσμου και επηρεάζει τις εξελίξεις μισό αιώνα. Όταν ανέλαβε όμως, όλα διαλύονταν γύρω του -ό,τι ήξερε ως ζωή και ό,τι είχε περάσει από γενιά σε γενιά.
Έκανε ό,τι ήξερε καλύτερα: προσπάθησε να συγκεντρώσει δύναμη, για να ανταγωνιστεί τις μεγάλες, πλούσιες χώρες του κόσμου. Δεν είχε πόρους και εστίασε στο να βρει τρόπους να καλύψει τις αδυναμίες του. Χρησιμοποίησε ασύμμετρες μεθόδους, όπως το διαδίκτυο.
Εκπαιδεύτηκε με τρόπο που πίστεψε πως η Σοβιετική Ένωση ήταν υπερδύναμη, παγκόσμια δύναμη που απολάμβανε του σεβασμού όλου του κόσμου και επηρέαζε τις εξελίξεις για μισό αιώνα. «Το 1990 μια ολόκληρη αυτοκρατορία διαλυόταν γύρω του. Ό,τι ήξερε, ό,τι είχε περάσει από γενιά σε γενιά και έδειχνε γερή σαν βράχος, γκρεμιζόταν μπροστά στα μάτια του, χωρίς εκείνος να είναι στα κέντρα αποφάσεων. Έπρεπε να μπει. Και μπήκε», με τη χώρα να επιστρέφει σε ό,τι γνώριζε εκείνος ως χαρακτηριστικά της υπερδύναμης.
Τον έλεγχο των πάντων από τον ίδιο.
Όποιον δεν συμφωνούσε μαζί του ήταν εχθρός.
Fast forward στον 21ο αιώνα
Χαρακτηριστικά, στις 17/12 του 2020 ο Βλαντίμιρ Πούτιν επρόκειτο να δώσει συνέντευξη Τύπου. Θα μιλούσε για τα ευρήματα έρευνας που είχε κάνει το CNN με την ιστοσελίδα ερευνητικής δημοσιογραφίας, Bellingcat, κατά τα οποία η Federal Security Service (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας) της Ρωσίας είχε δημιουργήσει ειδική ομάδα για να παρακολουθεί τον Αλεξέι Νάβαλνι, για χρόνια.
Ο αντιπολιτευόμενος πολιτικός του Τσάρου είχε δηλητηριαστεί λίγους μήνες πριν, στο Ομσκ της Σιβηρίας, σώθηκε από θαύμα και διακομίστηκε σε κλινική του Βερολίνου, όπου βρισκόταν έως το Δεκέμβριο.
Ο Πούτιν είχε πει ότι «απολαμβάνει την υποστήριξη των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ» και όταν τον ρώτησαν για το εύρημα της έρευνας, αρνήθηκε κάθε ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του με το συμβάν. Αν έβαζε και τελεία εκεί, θα ήταν όλα σχετικά καλά. Ωστόσο, συνέχισε με το «αν οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις ήθελαν να τον σκοτώσουν, θα είχαν τελειώσει τη δουλειά».
Ο Ναβάλνι πέθανε στις 12/2 του 2024, στα 47 του χρόνια, στη φυλακή του Γιάμαλο-Νένετς. Από τον Γενάρη του 2021 ήταν σε καθεστώς κράτησης που περιλάμβανε εξοντωτικές συνθήκες.
Ο Πούτιν συνέχισε τη ζωή του, όπως την είχε δομήσει από όταν εμφανίστηκε στα πολιτικά δρώμενα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, το 1989. Ουδέποτε παρέκλινε της πορείας του, όπως αποδεικνύει και ο πόλεμος στην Ουκρανία, επί τρία και πλέον χρόνια.
Στις συζητήσεις που έκανε με τον παλιό του φίλο, Ντόναλντ Τραμπ (με τον Τζο Μπάιντεν δεν είχε να πει κάτι), είχε ξεκαθαρίσει ότι για να τελειώσουν οι εχθροπραξίες θα έπρεπε να συμφωνήσουν επί μεγάλου εύρους παγκοσμίων θεμάτων.
Είχαν προηγηθεί 29 φορές που ο Τραμπ του ‘χε κάνει το χατίρι -εν αντιθέσει με τον Μπάιντεν.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τώρα, των νέων διαπραγματεύσεων που ζήτησε ο ίδιος και ενώ όλα κανονίστηκαν, ενημέρωσε ότι… δεν διατίθεται να δει τον Ζελένσκι, όπως λέει ευθύς εξ αρχής. Toν ακολούθησε ο Τραμπ (είπε ότι «δεν θα γίνει τίποτα, έως ότου συναντηθώ με τον Πούτιν») και έτσι έμεινε ο Ζελένσκι στο «περίμενε» -μαζί με την ειρήνη στην περιοχή.