Istock

ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΕΞΙΣΤΙΚΗ;

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το NEWS 24/7, μίλησε με τη Διδακτόρισσα Γλωσσολογίας, διδάσκουσα στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο ΑΠΘ, Αγγελική Αλβανούδη, για το αν η ελληνική είναι μία σεξιστική γλώσσα και κατά πόσο έχει βελτιωθεί στην κατεύθυνση της ισότητας των φύλων

Από την δεκαετία του 1950, όταν οι γυναίκες άρχισαν να μπαίνουν δυναμικά στην αγορά εργασίας, τέθηκε το ζήτημα της ονοματοθεσίας, της μετατροπής στο θηλυκό των επαγγελμάτων, τα οποία μέχρι πρότινος ασκούνταν αποκλειστικά από άνδρες.

70 χρόνια μετά, η χρήση λέξεων όπως “βουλεύτρια”, “δικηγορίνα”, ή “φιλολογίνα”, αποτελεί όλο και συχνότερα πεδίο διαμάχης στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο. Και εάν εάν από μόνο του το γεγονός της τοποθέτησης του ζητήματος αυτού στην δημόσια συζήτηση μπορεί να θεωρηθεί ένα -έστω και μικρό- βήμα προς τα εμπρός για την θέση της γυναίκας, παραμένει το ερώτημα εάν είναι η δομή της ελληνικής γλώσσας τέτοια, που καθιστά βαρβαρισμό την χρήση λέξεων σαν κι αυτές.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το NEWS 24/7, μίλησε με τη Διδακτόρισσα Γλωσσολογίας, διδάσκουσα στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αγγελική Αλβανούδη, για το αν η ελληνική είναι μία σεξιστική γλώσσα, πόσο έχει βελτιωθεί στην κατεύθυνση της ισότητας των φύλων και εάν τελικά, για την γλώσσα μας η γυναίκα παραμένει “του πατρός ή του ανδρός της”.

Τα ελληνικά δεν είναι μία εγγενώς σεξιστική γλώσσα

Είναι η ίδια η δομή μιας γλώσσας, εν προκειμένω της ελληνικής, που την καθιστά σεξιστική, ή είναι η κοινωνική της χρήση εκείνη που κατασκευάζει τέτοια νοήματα και οδηγεί στην αναπαραγωγή διακρίσεων μέσω του λόγου; “Η ελληνική γλώσσα δεν είναι εγγενώς σεξιστική. Δεν υπάρχουν τέτοια χαρακτηριστικά στη δομή της. Δεν υπάρχουν στοιχεία στην γραμματική της ή σε επίπεδο γλωσσικού συστήματος που να την καθιστούν σεξιστική. Το πρόβλημα έγκειται στην κοινωνική της χρήση, καθώς κατασκευάζονται έμφυλα νοήματα στην βάση της ιεραρχίας των φύλων” εξηγεί η Αγγελική Αλβανούδη: “Για παράδειγμα, το βιολογικό φύλο σημαδεύει την ελληνική γλώσσα μέσα από το γραμματικό γένος: το αρσενικό, το θηλυκό, το ουδέτερο”.

“Κατά την αναφορά σε πρόσωπο, αυτές οι κλιτικές τάξεις, είναι σημασιολογικά αιτολογημένες. Δηλαδή, όταν αναφερόμαστε σε ονόματα, που δηλώνουν ανθρώπινα όντα αρσενικού φύλου, αυτά ανήκουν μορφολογικά στην πρώτη κλίση, π.χ. “ο φοιτητής”. Όταν έχουμε ουσιαστικά που δηλώνουν ανθρώπινα όντα θηλυκού γένους, αυτά ανήκουν μορφολογικά στην δεύτερη κλίση, π.χ. “η φοιτήτρια”. Υπάρχει δηλαδή συμμετρία σε επίπεδο συστήματος”.

Είναι η καθημερινή επικοινωνία το πεδίο στο οποίο η χρήση των ουσιαστικών σε αρσενικό ή θηλυκό εμφανίζει ασυμμετρία. “Από τη μία έχεις τη γενικευτική χρήση του αρσενικού γένους, με αυτό να χρησιμοποιείται συστηματικά για αναφορά σε ανθρώπινα σύνολα. Από την άλλη, λέξεις που είναι σημαδεμένες, ως προς το θηλυκό φύλο, υπόκεινται σε σημασιολογική υποβάθμιση. Αποκτούν σιγά σιγά αρνητικές συνδηλώσεις, ένα αξιολογικό φορτίο αρνητικό, λόγω του σεξισμού που υπάρχει σε κοινωνικό επίπεδο και μεταφέρεται στην γλωσσική χρήση. Και εκεί ξεκινά το πρόβλημα. Δεν έχει η ελληνική κάποιο πρόβλημα ως προς αυτό. Μπορεί να λειτουργήσει περιοριστικά για ανθρώπους που δεν θέλουν να προσδιορίσουν το φύλο τους, καθώς υπάρχει το δίπολο αρσενικού-θηλυκού και δεν είναι εύκολο να ξεφύγουν από αυτό. Ωστόσο το γραμματικό γένος υπάρχει σε πάρα πολλές γλώσσες, ειδικά στην Ευρώπη. Είναι ένα χαρακτηριστικό που έχουν τα γλωσσικά συστήματα, δεν είναι τα ελληνικά η μόνη γλωσσά που το έχει αυτό”.

Υπάρχουν βουλεύτριες και δικηγορίνες;

Καθαρίστριες, χορεύτριες, μαγείρισσες υπάρχουν. Υπάρχουν όμως, γερουσιάστριες, βουλεύτριες ή δικαστίνες; Για ποιους λόγους, για κάποια επαγγέλματα το θηλυκό δεν υπήρξε ποτέ και αρκούμαστε στην χρήση του θηλυκού άρθρου για να περιγράψουμε γυναίκες σε τέτοιες θέσεις; “Στην πραγματικότητα υπάρχουν οι διαθέσιμοι τύποι αλλά δεν χρησιμοποιούνται από την πλειονότητα της κοινότητας”, αναφέρει η Αλβανούδη. “Όταν θα σημαδέψεις ρητά το θηλυκό φύλο σε αυτούς τους τύπους, αρχίζουν και δημιουργούνται διάφορα προβλήματα. Δηλαδή μπορεί να θεωρήσουν κάποιοι ότι ο τύπος δεν είναι δόκιμος, ότι είναι γραμματικά λάθος. Αυτά δεν ισχύουν. Η χρήση αυτών των τύπων είναι θέμα γλωσσικού αισθήματος και ιδεολογιών, γύρω από τη γλώσσα και γύρω από το φύλο”.

Η συζήτηση για τα ονόματα των επαγγελμάτων που ασκούνται από γυναίκες, είχε ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του ‘50, όταν όλο και περισσότερες γυναίκες καταλάμβαναν θέσεις που μέχρι πρότινος καλύπτονταν αποκλειστικά από άνδρες.

“Είναι μία συζήτηση που έχει ξεκινήσει από την δεκαετία του ‘50, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η γυναίκα μπαίνει δυναμικά στην αγορά εργασίας, και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αρχίζει να ασκεί επαγγέλματα που μέχρι τότε θεωρούνταν αποκλειστικά ανδρικά και είχαν υψηλό κύρος. Όταν παύει να είναι απλώς υπηρέτρια, οικιακή εργάτρια, εργάτρια σε μία βιομηχανία, αλλά αρχίζει και δικηγορεί, αρχίζει να είναι έξω στον δημόσιο βίο. Τότε τίθεται το θέμα της ονοματοθεσίας, αλλά ποτέ δεν επιλύεται ουσιαστικά. Γιατί τότε, και μέχρι το 1976 υπάρχει το καθεστώς της κοινωνικής διγλωσσίας, υπάρχουν δύο ποικιλίες, η καθαρεύουσα και η δημοτική.

Οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας ήθελαν επάνοδο της αρχαίας ελληνικής παιδείας και προσπαθούσαν να “καθαρίσουν” τη γλώσσα από στοιχεία της δημοτικής, ήθελαν δηλαδή, να την κάνουν πιο κοντά στο πρότυπο της αρχαίας. Και αυτή η τακτική εφαρμόστηκε και στα θηλυκά επαγγελματικά. Αντί να πουν η δικηγορίνα, η φιλολογίνα ή η γλωσσολόγα, αποφασίζουν από την μία να χρησιμοποιήσουν τα διγενή επαγγελματικά ουσιαστικά της καθαρεύουσας, που μας έρχονται από την αρχαία ελληνική. Φιλόλογος, δημοσιογράφος ή δικηγόρος για παράδειγμα, έχουν μια ασάφεια ως προς το γένος, και σου λέει τα παίρνω και θα προσθέτω το θηλυκό άρθρο και έτσι θα ξεκαθαρίζει ποιο είναι το φύλο του προσώπου αναφοράς. Η δεύτερη λύση που προκρίνεται είναι να χρησιμοποιηθούν καθαρά αρσενικά επαγγελματικά ουσιαστικά όπως ταμίας, βουλευτής, μάρτυρας και να προστεθεί εκεί το το θηλυκό άρθρο.

Ενώ τότε ο Τριανταφυλλίδης, είχε προτείνει να αξιοποιηθούν οι θηλυκές καταλήξεις της δημοτικής, να λέμε η δικαστίνα, η επιστημόνισσα, δεν έγινε δεκτή η πρόταση του, καθώς υπήρχε η κοινωνική διγλωσσία και προκρίθηκε η χρήση της καθαρεύουσας για τον σχηματισμό τέτοιων επαγγελματικών. Αυτοί οι τύποι όμως, είναι γραμματικά ορθοί, δηλαδή οι αρνητικές αξιολογήσεις στις οποίες υπόκεινται είναι κοινωνικές αξιολογήσεις, δεν έχουν καμία σχέση με το σύστημα της ελληνικής, την γραμματική της ελληνικής, η οποία επιτρέπει τον σχηματισμό αυτών των τύπων. Ενώ η δημοτική είχε διαθέσιμους θηλυκούς τύπους, δεν υιοθετήθηκαν. Και αυτό μετά δημιούργησε προβλήματα και στην κλίση ορισμένων τύπων από αυτούς, γιατί υπάρχουν κάποια επαγγελματικά θηλυκά που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στην κλίση της κοινής νεοελληνικής. Όταν λέω “η εισαγγελέας” και παίρνω ένα αρσενικό ουσιαστικό και του βάζω θηλυκό άρθρο μπροστά, μετά δυσκολεύομαι να το κλίνω, γιατί η εισαγγελέας, κατά το πρότυπο του αρσενικού θα πρέπει να είναι “της εισαγγελέα”. Αλλά υπάρχει κόσμος που δεν μπορεί το πει αυτό, φαίνεται κωμικό ή παράξενο και καταφεύγει σε τύπους της καθαρεύουσας: “της εισαγγελέως”. Πρόκειται για τύπους της καθαρεύουσας που είναι επίσης προβληματικοί, γιατί παραβιάζεται ο κανόνας που υπάρχει στην κοινή νεοελληνική, το αρσενικό να λήγει σε “ς” στην ονομαστική του ενικού και αυτό να χάνεται στις άλλες πτώσεις. Στα θηλυκά ουσιαστικά όμως, δεν έχω “ς” στην ονομαστική ενικού αλλά θα εμφανιστεί στην γενική του ενικού. Κανονικά δεν πρέπει να είναι “η εισαγγελέας” πρέπει να είναι η εισαγγελέα. Όχι “η ταμίας”, αλλά “η ταμία”. Αυτό είναι γραμματικά ορθό με βάση το πώς είναι δομημένη η γραμματική της ελληνικής. Αλλά μια τέτοια αλλαγή δεν μπορεί να γίνει ξαφνικά. Είναι ένα ζήτημα δύσκολο, πολύπλοκο και δεν καθορίζεται από γλωσσολόγους αποκλειστικά. Είναι ένα ζήτημα πολιτικό και κοινωνικό.

Μπορεί και το επίθημα “-ινα” να φέρει κάποιες αρνητικές συνδηλώσεις και να είναι δύσκολο σε αυτή τη φάση να τις μειώσουμε. Η “βουλεύτρια” ακούγεται καλύτερα από το “βουλευτίνα”. Αυτά είναι λύσεις που μπορούν να προταθούν αλλά θα κριθούν στο επίπεδο της πραγματικής ζωής. Ποια άτομα θα υιοθετήσουν αυτούς τους τύπους, πώς θα τους δεχτούν, πώς θα τους χρησιμοποιήσουν, με τι νοήματα θα τους ντύσουν, πώς θα επενδυθούν ιδεολογικά. Και η “βουλευτίνα”, αν υπήρχε ένα δυνατό γυναικείο κίνημα ή κόσμος που μπορεί να το υποστηρίξει, σταδιακά θα φεύγαν οι αρνητικές του συνδηλώσεις”.

Είναι τα επώνυμα “του πατρός”;

Τα επώνυμα των γυναικών στα ελληνικά προκύπτουν από την γενική κτητική του αρσενικού. Έτσι, έχουμε συνηθίσει να μην κλίνουμε τα γυναικεία επίθετα στην γενική, σε αντίθεση με τα μικρά γυναικεία ονόματα, στα οποία, στην πτώση αυτή συναντάμε κανονικά το τελικό σίγμα. Είναι σωστή όμως αυτή η κλίση;

“Λένε οι ρυθμιστικές γραμματικές ότι η γενική θα πρέπει να είναι π.χ. “της Αλβανούδη” και κλίνεται κατά το πρότυπο του αρσενικού. Πάρα πολύ συχνά όμως, στον προφορικό λόγο, ειδικά τον αυθόρμητο, θα ακούσεις κόσμο να λέει “της Αλβανούδης”. Αυτό γραμματικά δεν είναι λάθος. Είναι σωστό. Ο τύπος “Αλβανούδη” αναλύεται σε αυτή την περίπτωση ως τύπος της ονομαστικής το “η” στο τέλος είναι η κατάληξη η θηλυκή για την ονομαστική και μετά ακολουθεί ο ομιλητής ή ομιλήτρια της ελληνικής, την γνώση αυτή την ασύνειδη που έχει για το ποιοι είναι οι μορφολογικοί σχηματισμοί στην ελληνική γλώσσα και το κλίνει κατ’ αναλογία με το θηλυκό, “της Αλβανούδης”. Αυτό είναι γραμματικά σωστό. Της Αλβανούδη είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η γενική να μην έχει το “ς” στο τέλος, γιατί αντιβαίνει το πώς κλίνονται τα θηλυκά. Αντιβαίνει στον κανόνα, λόγω κοινωνικών συμβάσεων”, καταλήγει η γλωσσολόγος.

Η κοινωνία αλλάζει, η γλώσσα;

“Έχουν σχέση διαλλεκτική γλώσσα και κοινωνία. Η γλώσσα αντικατοπτρίζει κοινωνικές κατηγορίες, εν προκειμένω την κυρίαρχη έμφυλη τάξη, αλλά και την συγκροτεί ταυτόχρονα, προσδίδει φύλο στα πρόσωπα αναφοράς, τους κατηγοριοποιεί στη βάση της ιεραρχίας, οπότε συγκροτεί την κοινωνική πραγματικότητα. Επηρεάζει τον τρόπο που βιώνουμε την εμπειρία μας, την καθημερινή, την κοινωνική, την πολιτισμική.

Τώρα αν βλέπω φως στο μέλλον, κάποια δυνατότηα αλλαγής, αυτό, στον βαθμό που υπάρχει φεμινιστικό κίνημα, γυναικείες συλλογικότητες ή ευρύτερες συλλογικότητες που επιθυμούν την αλλαγή της κοινωνίας προς μία κατεύθυνση, απαλοιφής του σεξισμού ευρύτερα, ναι. Αν δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, μία ευρύτερη πολιτική δυναμική, όχι. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να ζήσουμε και να κατανοήσουμε τον κόσμο και τους εαυτούς μας. Το θέμα είναι πώς κατανοείς τον κόσμο, πώς κατανοείς την σχέση που έχεις με άλλα άτομα, στην γλωσσική διεπίδραση, αυτά τα πράγματα όλα ενεργοποιούνται και η γλώσσα έρχεται να τα καθρεφτίσει και στην συνέχεια να τα συγκροτήσει ξανά. Αλλά δεν είναι εφικτό να επιβληθούν έξωθεν με κάποιες ρυθμιστικές παρεμβάσεις ορισμένα σχήματα γλωσσικής χρήσης και να περιμένουμε ότι αυτά θα πυροδοτήσουν απανωτές κοινωνικές αλλαγές.

Σε θεσμικό επίπεδο, όπως εξηγεί η Αλβανούδη, οι αλλαγές είναι ελάχιστες. “Έχουν γίνει κάποιες βελτιώσεις σε επίπεδο χρήσης σε κάποια δημόσια έγγραφα, ενώ παλιά έβλεπες να χρησιμοποιείται μόνο το αρσενικό, “ο βεβαιών”, “ο δηλών”, τώρα υπάρχει και “η δηλούσα”. Γίνονται προσπάθειες η ελληνική γλώσσα να είναι συμπεριληπτική ως προς το φύλο. Να έχουμε δηλαδή προσθήκη του θηλυκού εκεί που θα έμπαινε μόνο το αρσενικό, γίνονται κάποιες προσπάθειες να υπάρχει μια ουδετεροποίηση στην χρήση του φύλου, το πρώτο έτος δίνει εξετάσεις, αυτά όχι όμως συστηματικά στον δημόσιο λόγο. Ειναι πρωτοβουλίες που παίρνονται σε επίπεδο πανεπιστημιακού τμήματος π.χ., αλλά στα δημόσια έγγραφα, ενώ υπάρχει ένας οδηγός από την Γ.Γ. Ισότητας, δεν έχει γίνει τίποτα. Σε επίπεδο πολιτικών κινημάτων, φυσικά και έχουν γίνει βήματα, αλλά αυτά πάντα υπήρχαν και σε φεμινιστικές συλλογικότητες και σε ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, στον δημόσιο λόγο όχι.

Το θέμα είναι να υπάρχει από κάτω μία κοινωνική δυναμική που να τροφοδοτεί αυτά τα πράγματα. Εγώ είμαι αισιόδοξη. Είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα από πολλές απόψεις σε σχέση με πριν από 25-30 χρόνια στη χώρα, σε επίπεδο κοινωνικής ευαισθητοποίησης, και από την άλλη πλευρά, είναι και μια εποχή που έχει γυναικοκτονίες στην σειρά. Είναι μία εποχή αντιφάσεων και είναι και ένα επίδικο. Δεν έχει λυθεί τίποτα, αλλά δεν είμαστε στην εποχή που ήμαστε πριν 30 χρόνια”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα