Ανοιχτό το ενδεχόμενο μείωσης των δημοσιονομικών στόχων

Ανοιχτό το ενδεχόμενο μείωσης των δημοσιονομικών στόχων
Ο υπουργός Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτος Eurokinissi

Μια μείωση έστω και 1% του ΑΕΠ των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2030, θα απελευθερώσει πόρους 11% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 25- 27 δις ευρώ για επενδύσεις, κοινωνική πολιτική και μείωση της φορολογίας.

Περιθώριο μείωσης της λιτότητας και των σκληρών δημοσιονομικών στόχων ακόμη και πριν από το 2022 αφήνει ανώτερος αξιωματούχος του ΥΠΟΙΚ.

Βασική προϋπόθεση για να ανοίξει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και του 2,2 % του ΑΕΠ ως το 2060 είναι να ανακτήσει η Ελλάδα την αξιοπιστία της στις αγορές. Με άλλα λόγια οι δανειστές είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων αρκεί τα ελληνικά ομόλογα να ανακτήσουν την επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) για δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης και τα επιτόκια δανεισμού σταθεροποιηθούν σε χαμηλά επίπεδα.

Το πόσο σημαντικό είναι κάτι τέτοιο φαίνεται αμέσως, αν αναλογιστεί κανείς ότι η μείωση έστω και 1% του ΑΕΠ των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2030 θα απελευθερώσει πόρους 11% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 25- 27 δις ευρώ, για επενδύσεις, κοινωνική πολιτική και μείωση της φορολογίας.

Η λογική μιας τέτοιας μείωσης -αφού κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μακροπρόθεσμα θα μειωθεί ( λόγω μείωσης των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας) – είναι πως θα πρέπει να μειωθεί και η συνεισφορά της ίδιας της Ελλάδας στο χρέος της, που αποτυπώνεται μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Η επενδυτική βαθμίδα όμως είναι στη διακριτική ευχέρεια των τριών μεγάλων οίκων αξιολόγησης (Moody’s Fitch Standard & Poors) οι οποίοι με την σειρά τους περιμένουν να δούν συγκεκριμένα πράγματα από τις ελληνικές Κυβερνήσεις.

Χθες η Moody’s έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή αλλά για να υπάρξει συνέχεια έθεσε συγκεκριμένους όρους: Να συνεχιστούν μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της ανάπτυξης να επιταχυνθούν και να διευκολυνθούν νέες επενδύσεις και φυσικά η Ελλάδα να μην ξανακυλήσει στα δημοσιονομικά λάθη του παρελθόντος. Ανάλογα είναι και τα αιτήματα και των άλλων δύο μεγάλων οίκων αξιολόγησης.

Θα είναι δέλεαρ συνεπώς και για την σημερινή αλλά και για τις επόμενες Κυβερνήσεις να κερδίσει την πιστοληπτική αναβάθμιση που είναι απαραίτητη για να καθίσει στο τραπέζι για να ξανασυζητήσει τα πλεονάσματα δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για τα επόμενα χρόνια.

Σε ό,τι αφορά το πότε είναι πιθανό τα ελληνικά ομόλογα να είναι «επενδύσιμα» από τους θεσμικούς επενδυτές (ασφαλιστικά ταμεία μεγάλες τράπεζες ασφαλιστικές εταιρίες) που θα διατηρήσουν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού είναι σχετικό. Πάντως αν υπάρχει συνέχιση της σημερινής πορείας, μπορεί η Ελλάδα να πετύχει την επενδυτική βαθμίδα προς το τέλος του 2020 ή μέχρι και την άνοιξη του 2021.

Πόσο μακριά είμαστε από την επενδυτική βαθμίδα

Σε πραγματικού όρους η Moody’s αναβάθμισε χθες την Ελλάδα στην βαθμίδα Β1 από Β3 που ήταν η προηγούμενη αναβάθμιση σχεδόν ένα χρόνο πριν τον Φεβρουάριο του 2018. Ωστόσο, για να φτάσει την επενδυτική βαθμίδα με τα δεδομένα του συγκεκριμένου οίκου αξιολόγησης θα πρέπει να αναβαθμιστεί κατ’ ελάχιστο αλλά τέσσερα σκαλιά μέχρι και την βαθμίδα Baa3.

Αντιστοίχως, ο οίκος Fitch έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα στην Βαθμίδα ΒΒ- από τον Αύγουστο του 2018. Για να φτάσει τη επενδυτική βαθμίδα με τα δεδομένα του συγκεκριμένου, η Ελλάδα θα πρέπει να ανέβει τον λιγότερο άλλα τρία «σκαλιά» μέχρι και την βαθμίδα ΒΒΒ-.

Τέλος, με βάση τον οίκο Standard & Poors, η Ελλάδα βρίσκεται στην βαθμίδα Β+ από τον Ιούλιο του 2018. Και για αυτόν τον οίκο θα πρέπει αν θέλει η Ελλάδα να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα, να ανέβει άλλες τέσσερις βαθμίδες ως το ΒΒΒ-.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα