Οι απαντήσεις στη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης

default image

Τις απαντήσεις των θεμάτων της Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης προσφέρουν στο News247 τα φροντιστήρια "ΣΤΟΧΟΣ".

Τις απαντήσεις των θεμάτων της Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης προσφέρει στο News247 τα φροντιστήρια “ΣΤΟΧΟΣ”.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ :  ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ ΠΟΠΗ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α1. Ο πεζογράφος Γ. Ιωάννου αντλεί το αφηγηματικό υλικό του από τα παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη Θεσσαλονίκη και τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Συγκεκριμένα, τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας εντοπίζονται στο σημείο όπου «η γιαγιά» ως βασικό μέλος της οικογένειας παρεμβαίνει και υπαινίσσεται την ταυτότητα της μυστηριώδους γυναίκας («ἡ γιαγιά  μου τῆς εἶπε … για μακριά»). Επίσης, ο κόσμος της προσφυγιάς αισθητοποιείται στη φράση «Εἶχαμε κι εμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεί κάτω», όπου γίνεται αναφορά στην περιουσία που εγκατέλειψε η οικογένεια του αφηγητή μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Επιπλέον, ο πόλεμος και ειδικότερα ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος του 1940-1941 φαίνεται στην «ἰταλιάνικη μπόμπα» που κατέστρεψε «την ντουτιά» και το «καλοκαμωμένο, ξυλόδετο σπίτι», τα βασικά σύμβολα του παλιού κόσμου.

Παράλληλα, ο ευρύς χώρος του  πεζογραφήματος είναι η Θεσσαλονίκη. Η προσφυγούπολη αυτή παρουσιάζεται μέσω της συνοικίας «Ἰσλαχανέ» κοντά στη σημερινή οδό Αγίου Δημητρίου, όπου βρίσκεται το σπίτι του Κεμάλ. Τέλος, ο τρόπος ζωής των απλών ανθρώπων αποτυπώνεται στη συνήθεια της οικογένειας του αφηγητή να μοιράζει μούρα από το δέντρο του σπιτιού τους «ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ΄ὅλη τη γειτονιά και σ΄ὅποιον περαστικό μᾶς ζητοῦσε». Έτσι, γίνεται φανερή η προσήνεια και η αίσθηση προσφοράς των ανθρώπων της εποχής.   

Β1.α. Ο αφηγητής αποτελεί στη γραφή του Ιωάννου τη βασική συνείδηση της πραγματικότητας εφόσον τα πάντα δίνονται μέσα από το πρίσμα της δικής του οπτικής γωνίας. Η αφήγησή του χαρακτηρίζεται μονομερής / μονοεστιακή.

Στοιχεία  που επαληθεύουν την εκτίμηση αυτή είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη χρήση α’ πληθυντικού προσώπου: ο αφηγητής λειτουργεί ως εκφραστής της οικογένειας του και του τρόπου με τον οποίο αυτή λειτουργεί και συμπεριφέρεται προς τους άλλους και προς τη γυναίκα. Ενδεικτικό παράδειγμα: «την πρώτη φορά που είχε καθίσει η γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα». Ωστόσο, ο αφηγητής χρησιμοποιεί και το α’ ενικό πρόσωπο όπως και την τριτοπρόσωπη αφήγηση για να αποτυπώσει τη δική του πρόσληψη της γυναίκας, αλλά και τη στάση του απέναντι στην καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ενδεικτικά παραδείγματα: « Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα».

«Αν γίνει  αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα-μέρα … κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω… το χτίσιμο  του νέου εξαμβλώματος».

Β1.β)  Τα τρία βασικά χρονικά επίπεδα της αφήγησης είναι:

η μικρασιατική καταστροφή του 1922 και η ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923: «μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει».«του Κεμάλ το σπίτι σα μια διαρκή υπενθύμιση της Καταστροφής»

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον 1940-1941 «…μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη    ντουτιά»

Η ραγδαία αστικοποίηση της δεκαετίας του 50… «Το σπίτι είχε παραδοθεί από καιρό σε μια συμμορία εργολάβων»

B2.α) κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι = η γυναίκα κοίταζε με νοσταλγία το πατρικό της σπίτι στο οποίο πλέον δεν είχε πρόσβαση∙ ήταν γι΄ αυτήν απαγορευμένο.

κάθεται κατατσακισμένη στο  κατώφλι = Η γυναίκα ένιωθε απέραντο πόνο και συντριβή για την καταστροφή του σπιτιού της από έναν άλλο πόλεμο που της στερεί και τις αναμνήσεις.

είχε  μαλακώσει την  καρδιά = Η στάση της οικογένειας του αφηγητή απέναντι στη γυναίκα χαρακτηρίζεται από συμπάθεια, συμπόνοια και κατανόηση λόγω του συνεκτικού δεσμού της κοινής νοσταλγίας για τη χαμένη πατρίδα.  Κατάγυμνη αυλή = Η αυλή χωρίς το εμβληματικό δέντρο-σύμβολο, τη ντουτιά.

αφράτο  μάρμαρο = μάρμαρο καλής ποιότητας που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του αρχοντικού σπιτιού.

Β2.β) Η ειρωνεία αποτυπώνεται με επίθετα που συνιστούν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς των εργολάβων και της νέας ακαλαίσθητης αρχιτεκτονικής «συμμορία εργολάβων», «οι γελοίοι» «…τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε το πονηρό μυαλό τους», «φρικαλέες πολυκατοικίες». Οι ειρωνικοί αυτοί χαρακτηρισμοί, με την υπερβολή και το στόμφο των επιθέτων, αναδεικνύουν τη σφοδρή αντίθεση του Ιωάννου στην καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και την αντικατάστασή της από την ακαλαίσθητη δόμηση της άναρχης αστικοποίησης.

Γ.1.α Η γυναίκα παραμένει στο κατώφλι της αυλής και δεν εισέρχεται στον κύριο χώρο του σπιτιού για ποικίλους λόγους.

Βασικός θα πρέπει να θεωρηθεί ο σεβασμός προς τους νέους ενοίκους που συνδέεται με τη διακριτικότητα και την ευγένεια που τη χαρακτήριζαν λόγω της αρχοντικής καταγωγής και της καλής ανατροφής της. Ενυπάρχει ενδεχομένως ο δισταγμός, η επιφυλακτικότητα και ο φόβος μήπως η ανακάλυψη της ταυτότητάς της από τους νέους ενοίκους στο πλαίσιο της αμοιβαίας καχυποψίας για τον «εχθρό», τους οδηγήσει στην απαγόρευση των επισκέψεών της στο σπίτι. Ο σημαντικότερος λόγος θα πρέπει ίσως να θεωρηθεί η ανάγκη της να ανακαλέσει μνήμες από το ευτυχισμένο παρελθόν του σπιτιού που δεν είναι δυνατόν να ανακληθούν μέσα από τη νέα, διαφορετική εικόνα του. Έτσι, κλείνοντας τα μάτια και με τη βοήθεια της φαντασίας και της μνήμης της, μπορεί να ανακαλέσει το «δικό της» σπίτι. 

Γ1.β. Σ’ αυτό το καταληκτικό χωρίο, η μαρτυρία της γριάς γειτόνισσας οδηγεί στη διαλεύκανση του μυστηρίου και στη λύση του αινίγματος  σχετικά με την ταυτότητα της γυναίκας και τη σχέση της με το σπίτι. Αποκαλύπτεται ότι ήταν η κόρη του μπέη που έμενε στο σπίτι αυτό και ότι βίωσε με σπαραγμό τον αποχωρισμό της απ’ αυτό, όταν υποχρεώθηκε να το εγκαταλείψει λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Με αριστοτεχνικό τρόπο, επαληθεύονται όλες οι προοικονομίες της ταυτότητας της γυναίκας και η σχέση της με τα στοιχεία- σύμβολα του σπιτιού: το κατώφλι, το πηγάδι, τη μουριά. Αυτά αντιπροσώπευαν την προηγούμενη ζωή της και της επέτρεπαν να ανασυνθέσει, έστω και φευγαλέα, το ευτυχισμένο παρελθόν της. 

Δ1) Τα δύο κείμενα του Γ. Ιωάννου παρουσιάζουν ευδιάκριτες συνάφειες και αναλογίες καθώς αποτυπώνουν την ιδιαίτερη ματιά του στα πράγματα που χαρακτηρίζει την λογοτεχνική του γλώσσα. Συγκεκριμένα, κοινό πεδίο αναφοράς και χώρος των δύο κειμένων είναι η πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη∙ ΄΄Στου Κεμάλ το σπίτι΄΄, η πολυπολιτισμικότητα αναδεικνύεται σε σχέση με τον τουρκικό πληθυσμό, στο παράλληλο κείμενο σε σχέση με το εξόχως σημαντικό και πολυπληθές εβραϊκό στοιχείο της πόλης. Προσδιορίζεται εξάλλου, με τη γνωστή ακρίβεια του Ιωάννου, και ο συγκεκριμένος χώρος της πόλης στον οποίο υπήρχε ο συνοικισμός των Εβραίων. Και στο παράλληλο κείμενο υπάρχει το θέμα της κατεδάφισης των παλιών σπιτιών και η δυσφορία του συγγραφέα –αφηγητή για την καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και τα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς (« Βυζαντινά μνημεία –και τους χώρους της παλαιάς ζωής»). Κοινό σημείο αποτελεί η διάχυτη ειρωνεία του συγγραφέα για τη διάδοχη κατάσταση της ακαλαίσθητης –και ανιστόρητης νέας αρχιτεκτονικής του τσιμέντου αλλά και των δημιουργών  της («οι εργολάβοι … σε συνεργασία με τους πολιτικούς μηχανισμούς και τους άλλους σπουδαίους … θαρρείς και το θεωρούν όλοι τους ευκαιρία να εξωραΐσουν την πόλη κατά τα γούστα τους και τα πρόσωπα τους»)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα