Νιντζάκια ή ζόμπι: τα παιδιά είναι δικά μας

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για την ανάγκη συγκρότησης ενός μετώπου υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων, που θα υπερβαίνει κομματικές και άλλες αντιθέσεις, με αφορμή τη μεταχείριση των 4 συλληφθέντων στο Βελβεντό
- 13 Φεβρουαρίου 2013 08:55
Όπως όλοι μας, όσοι τουλάχιστον δεν παριστάνουμε τους αφελείς, είμαι κι εγώ βέβαιη ότι οι τέσσερις συλληφθέντες του Βελβενδού δεν γνώρισαν καλή μεταχείριση μετά και όχι κατά τη σύλληψή τους. Ήμουν όμως επίσης βέβαιη και για το ότι οι υπεύθυνοι για την κακομεταχείριση των πολύ νεαρών κρατουμένων αστυνομικοί δεν επρόκειτο να τιμωρηθούν, για τον απλούστατο λόγο ότι η αστυνομία είναι εδώ και καιρό μια δύσκολα ελεγχόμενη κρατική υπηρεσία, που αμείβεται με τις γνωστές τρεις κι εξήντα ενώ κομμάτια της – πόσο μεγάλα άραγε;- τελούν πιθανότατα ήδη υπό τον έλεγχο της Χρυσής Αυγής. Η άνοδος της ακροδεξιάς-έως-φασιστικής επιρροής στην κοινωνία μας ρίχνει, και θα ρίχνει πλέον για καιρό, τη σκιά της στον τρόπο που λειτουργούν το κράτος και οι θεσμοί. Το απέδειξε και η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (η Χρυσή Αυγή την πανηγύρισε με το παραπάνω) που έκρινε, με ανατριχιαστικά σκοταδιστικό σκεπτικό περί «ασπόνδυλων οργανισμών» και περί «δημιουργημάτων εφήμερων», ως αντισυνταγματικό τον «νόμο Ραγκούση» για την ιθαγένεια. Είχε διαφανεί νωρίτερα η ανάγκη της πολιτικής ηγεσίας και του κράτους να απολογούνται έμπρακτα προς την πλευρά του σκότους, με τη βάρβαρη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των ιερόδουλων (ενέργεια που σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο όχι μόνο στερείται ερείσματος αλλά και θα είχε προκαλέσει τεράστια κατακραυγή, αν είχε επιχειρηθεί). Τον προεδρικό εθνο-λαϊκισμό του «ποιοι είναι οι Φιλανδοί» διαδέχεται άλλωστε ήδη το φασίζον μιχαλολιάκειο «Ένας Μούζνιεκς θα μας πει τι να κάνουμε στην Ελλάδα. Στο διάολο ο κάθε Μούζνιεκς, οι κάθε New York Times, το κάθε Παρατηρητήριο του Ελσίνκι». Φυσικά, η αξιοπιστία μιας εξ αριστερών κριτικής τέτοιων πρακτικών κλονίζεται με τη σειρά της ισχυρά όταν η αριστερά νομιμοποιεί την ανομία και όταν στους εκπροσώπους της αριστεράς συμπεριλαμβάνονται πρόσωπα όπως οι Παναγούλης και Κωνσταντοπούλου. Οι καιροί διαρκώς δυσκολεύουν τόσο για την απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων στη χώρα μας όσο και για την υπεράσπιση μιας αυτόνομης, μη βίαιης στάσης εκ μέρους του κάθε μεμονωμένου πολίτη ή ομάδων πολιτών. Οι αντι-φονταμενταλιστές, όσοι δεν απολαμβάνουν την προστασία της κομματικής ή κρατικής ομπρέλας, οι ανένταχτες φεμινίστριες, οι ομοφυλόφιλοι, οι μειονότητες, οι φυλακισμένοι, οι ξένοι, οι διαφορετικοί, οι οπαδοί της μη-βίας, την έχουν άσχημα. Είναι, για τον λόγο αυτό, επιτακτική ανάγκη να συγκροτηθεί ένα μέτωπο υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων συμφιλιωτικό, ευρύ και ακτιβιστικό, που θα υπερβαίνει κομματικές και άλλες αντιθέσεις και δεν θα αρνείται υποκριτικά τη σύνδεση ιδιωτικού/πολιτικού.
Ας γυρίσουμε όμως στους τέσσερις συλληφθέντες. Πολλά προτείνονται ως αίτια και αφορμές της πράξης τους και της κατάστασής τους: φταίει η σάπια κοινωνία, φταίει ο καπιταλισμός, φταίει η κρατική καταστολή, φταίνε οι γονείς, φταίει ο Εμφύλιος, φταίει η έξαψη που υποδαυλίζουν τα ΜΜΕ, φταίει το κενό του νοήματος και των αξιών. Θα ήταν, νομίζω, χρήσιμο να λάμβανε κανείς υπόψη και μια διαφορετική προσέγγιση, που θα υπάκουε, τηρουμένων των αναλογιών, στον αριστοτέλειο ορισμό της τραγωδίας, εφαρμόζοντας, αντίστροφα, τους κανόνες της τέχνης στην (αληθινή) ζωή. Έτσι, οι μεγάλες αλλαγές στον πολιτισμό, οι μεγάλοι πόλεμοι, τα μεγάλα εγκλήματα, οι μεγάλοι διχασμοί, για όσον καιρό και στον βαθμό που συνδέονται με ανεπούλωτα τραύματα, ενοχές, αποκλεισμούς, ανεκκαθάριστους λογαριασμούς, πάθη και μίση που δεν καταφέρνουν να εκτονωθούν, να κατευνασθούν και χωνευθούν σε έναν νέο, ανεκτικό πολιτισμό, μεταλλάσσονται διαρκώς προκαλώντας νέα βία, ως τοξική αποσκευή που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Από την άποψη αυτή, η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό πολιτισμικά αδύναμη να τερματίσει οριστικά και τελεσίδικα οποιονδήποτε πόλεμο έλαβε χώρα από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μεγάλες ομάδες του πληθυσμού – δεν γνωρίζω αν γίνονται πλειοψηφικές κατά περιόδους – είναι κατ’ επανάληψη έτοιμες να υιοθετήσουν πολεμοχαρείς ή ρεβανσιστικές, διχαστικές ή ξενόφοβες ή ρατσιστικές αντιλήψεις, είτε αυτές αφορούν γειτονικές χώρες, είτε τη Δύση εν γένει, είτε τους μειονοτικούς και τους εντός των συνόρων διαφορετικούς, είτε τους μετανάστες, είτε…είτε…
Θυμηθείτε, αντί άλλων, το εμβληματικό ποίημα του Αναγνωστάκη (1925-2005) «Ο πόλεμος» (γράφτηκε την περίοδο 1941-44). Αρχίζει με τον εύγλωττο στίχο «Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια μέρα.» και τελειώνει με το διάσημο «Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα./ Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!» Πάντοτε ηχούσε αυτονόητο στα αυτιά μου. Στα αυτιά όλων μας, ίσως. Κοιτάξτε αμέσως κατόπιν την τωρινή εικόνα: από τη μια, τα θολωμένα από το μίσος νιντζάκια ενός νέου αντάρτικου πόλεων, από την άλλη τα πιτσιρίκια-ζόμπι της Χρυσής Αυγής. Όλα παιδιά μας όμως· κι αυτά, κι εκείνα. Κι αν «ο Πόλεμος», ο απροσδιόριστος και αλλοτινός, δεν τέλειωσε, δεν πρέπει να απορούμε που κάποια πολύ νέα παιδιά, αντιμέτωπα με ποικίλα αδιέξοδα, επιλέγουν τον ρόλο τους από ένα σενάριο πολεμικής ταινίας. Κι αν εμείς συνεχίσουμε, ακόμη και ύστερα από αυτή την νέα τραγωδία, να πετάμε το μπαλάκι της ευθύνης ο ένας στον άλλον, απλώς θα θρηνήσουμε σύντομα κι άλλους θύτες, κι άλλα θύματα. Δεν είμαστε άραγε η χώρα και του Ετεοκλή και του Πολυνείκη; Καλό είναι να θυμόμαστε ότι η επιμονή του Κρέοντα να ατιμάσει οπωσδήποτε τον έναν από τους δυο νεκρούς απλώς πυροδότησε τη συνέχεια της τραγωδίας. Πρέπει επιτέλους να αναλάβουμε όλοι την ευθύνη εις ολόκληρον, συμφιλιωτικά. Να ελέγξουμε υπεύθυνα τους εαυτούς μας. Όχι πια τους πατεράδες ή τους παππούδες μας, ούτε καν τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μας. Ο λογαριασμός έφτασε τώρα στο δικό μας το τραπέζι. Θα τον πάρουμε να τον διαβάσουμε;
Το εκρηκτικό χαρμάνι της –συλλογικής- ευθύνης μας συντίθεται, κατά τη γνώμη μου, από δύο υλικά: το ένα αποτελεί συνέπεια του άλλου. Το πρώτο υλικό, η αιτία, είναι η αδυναμία να συγκροτηθεί, και σήμερα ακόμη, στην Ελλάδα ένας κοινός νους επαρκώς διαφωτισμένος και με επουλωμένα τα τραύματα που δημιούργησε η μετάβαση στη νεωτερικότητα. Επ’ αυτού και τηρουμένων όλων των αναλογιών θα ήταν χρήσιμο να θυμίσουμε τι έγραφε με αφορμή την 11η Σεπτεμβρίου ο Γιούργκεν Χάμπερμας στο κείμενο με τίτλο «Πίστη και Γνώση» (Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης/Πίστη και γνώση, εκδόσεις scripta, 2004): «Η φιλελεύθερη πολιτική δεν επιτρέπεται να μεταθέτει εκτός των ορίων της τη συνεχή διαμάχη σχετικά με την κοσμική αυτοκατανόηση της κοινωνίας, να την απωθεί δηλαδή στα κεφάλια των πιστών». Μιλώντας βέβαια για τις κοινωνίες του φονταμενταλιστικού Ισλάμ (εύκολα όμως μπορούμε να χαράξουμε ανάλογες γραμμές στα καθ’ ημάς) ο Χάμπερμας προειδοποιεί ότι «ο κοινωνικός ιστός που πλάθεται από την αμοιβαία αναγνώριση δεν κατανοείται εξαντλητικά με τις έννοιες του συμβολαίου, της ορθολογικής επιλογής και της μεγιστοποίησης της χρησιμότητας.»
Η μετάβαση του νεότερου ελληνισμού στη σύγχρονη εποχή συνεπάγεται, όπως δείχνουν όλα, ανεπούλωτα τραύματα που παράγουν το δεύτερο συνθετικό υλικό του εκρηκτικού χαρμανιού: τον αδιάλειπτο εθνικό εθισμό μας στη βία. Έτσι, η ιστορία που διδασκόμαστε στα σχολεία είναι κατά βάση μια σειρά από ημερομηνίες μαχών και ονόματα πολεμιστών. Οι πόλεις μας εξακολουθούν να γιορτάζουν ανελλιπώς και στον 21ο αιώνα την απελευθέρωσή τους με παρελάσεις, παπάδες και αξιωματικούς. Τα αγάλματα που τις «κοσμούν» είναι κακόγουστα και βλοσυρά αγάλματα πολέμαρχων. Το χιούμορ, η τέχνη και η φαντασία στον επίσημο, στον δημόσιο χώρο, εξακολουθούν να βρίσκονται στη σκιά ή στην παρανομία. Η χώρα εξακολουθεί, άλλοτε στη φαντασία κι άλλοτε στην πράξη, να πολεμά και πενθεί. Στο μεσοδιάστημα γλεντά βουλημικά, απελπισμένα. Τα πρότυπα με τα οποία καλούμαστε να ταυτιστούμε ως παιδιά και ως νέοι είναι κυρίως πρότυπα ενόπλων, κλεφτών, αρματολών, ανταρτών. Πλάι σε αυτά, έρχονται να προστεθούν τα νέα μιντιακά στερεότυπα, που μάλλον δεν χρήζουν εδώ περαιτέρω σχολιασμού. Είναι πάντα πρότυπα βίαιων «μάτσο» ανδρών, είτε αυτοί πρωταγωνιστούν σε τραγωδίες, είτε σε φάρσες.
Δεν πρέπει να παραλείψω, στα συμφραζόμενα αυτά, τη νεκρολογία του Χαρίλαου Φλωράκη από τον Πέτρο Ευθυμίου, σε φύλλο του «Βήματος» τον Μάιο του 2005. Εκεί, διάβαζε κανείς, ανάμεσα στα άλλα: «Αλλά ούτε πάλι κέρδισε η Ελλάδα τις μάχες της όταν οι πολιτικοί της ταγοί δεν είχαν το περήφανο φρόνημα του αγωνιστή αλλά μόνο γνώση των τεχνικών της Πολιτικής. Ίσως δεν είναι τυχαίο που ως σήμερα η κορυφαία περίοδος της πολιτικής μας ιστορίας είναι αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου, του ένοπλου βρακοφόρου επαναστάτη του Θερίσου αλλά και του ισότιμου φρακοφόρου συνομιλητή των μεγάλων της εποχής του.» Τι να σου κάνει αλήθεια μονάχη της η «γνώση των τεχνικών της Πολιτικής» άμα δεν είσαι και παλικάρι; Ιδού, ο νεώτερος χρυσός αιώνας μας και ο ηγέτης του, όχι ως συνδυασμός, πχ, της πολιτικής με τη λογιοσύνη (κι όμως, ο Βενιζέλος – μεταφραστής του Θουκυδίδη θα προσφερόταν άριστα για κάτι τέτοιο) ούτε (άλλη αναξιοποίητη δυνατότητα!) ως συνδυασμός πχ καλλιτεχνικής φύσης – πολιτικού (πάλι θα προσφερόταν ο Βενιζέλος, με την ωραία του φωνή, του τραγουδιστή των ριζίτικων). Όμως, όχι. Εμείς τον άνδρα, τον ηγέτη, τον πολιτικό, αυτόν προπάντων (!) τον θέλουμε ένοπλο επαναστάτη. Μήπως δεν το λένε και τα εντελώς καινούρια τραγούδια μας; «Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ». Μακάρι, λέω εγώ, να κλαίγαμε και λίγο. Μακάρι να φοβόμασταν. Μακάρι να περνούσαμε και στο επόμενο στάδιο της θεραπείας: να το παραδεχόμασταν κιόλας, δημόσια.
Θέλει δουλειά για να ξεφύγει κανείς από τέτοιες παγιωμένες αφηγήσεις που επί αιώνες καλλιεργήθηκαν. Αποτυπώνονται άλλωστε με μεγάλη ακρίβεια και παραστατικότητα στην τέχνη. Η μπερλουσκονική Ιταλία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα παζολινικό σκηνικό. Εμείς, σε πείσμα της πολιορκίας που δεχόμαστε από τους εξαιρετικούς νέους μας σκηνοθέτες παραμένουμε – στη δημόσια σφαίρα- κολλημένο πλάνο του Αγγελόπουλου: βάρος και βία και μια παθολογική έλλειψη χάρης και χιούμορ. «Εθνικοί» ωστόσο, αληθινά εθνικοί, ήταν ανέκαθεν πρωτίστως οι συμφιλιωτικοί: το ένστικτο της αδήριτης ανάγκης για συμφιλίωση των αντιφάσεων και για επούλωση του τραύματος (που δεν αποκλείει βέβαια και τον όποιο οπορτουνισμό τους) σπρώχνει τον δυτικότροπο Σεφέρη προς τον Μακρυγιάννη και τον ροκά Σαββόπουλο προς την ορθοδοξία…
Οι τρομοκράτες είναι προσωπικότητες-καμικάζι. Όποια και να ΄ναι η κρίση μας γι’ αυτούς, ξεπηδάν κολασμένοι από πληγές μιας κοινωνίας πολύ κακοφορμισμένης. Η ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ τραυμάτισε βαθιά και διπλά τη Γερμανία: Μια φορά για αυτό που ήταν καθεαυτή, και για τα όσα διέπραξε. Και μια δεύτερη για τον παροξυσμό κρατικής και μιντιακής τρομοκρατίας που πυροδότησε. Πώς επουλώθηκε εκεί το τραύμα; Δεν είχαν περάσει, θυμάμαι, καλά-καλά πέντε χρόνια από τα επώδυνα γεγονότα (τρία μόλις χρόνια από τον θάνατο των Μπάαντερ/Ένσλιν) όταν ο –δεξιός και καθολικός (!)- καθηγητής μας στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης μας δίδασκε, ως ύλη μάλιστα των εξετάσεων για το γερμανικό απολυτήριο δίπλωμα, το Abitur, τη «Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» του Χάινριχ Μπελ (1974). Είδαμε, τότε, (1980) και την ταινία στο σχολείο, τη συζητήσαμε αναλυτικά. Θυμίζουμε ότι στο βιβλίο του Μπελ, όσο και στην ταινία των Σλέντορφ/φον Τρότα, ο κίτρινος τύπος κατηγορείται ότι παροξύνει τη βία, τόσο των τρομοκρατών όσο και του κράτους. Ως μαθητές και μαθήτριες του λυκείου διδαχθήκαμε υποδειγματικά και συζητήσαμε εξονυχιστικά το θέμα. Το γερμανικό κράτος είχε αναλάβει τουλάχιστον ένα μερίδιο της ευθύνης του, βάζοντας το βιβλίο στη διδακτέα και εξεταστέα ύλη, ενώ τα γεγονότα δεν είχαν καλά-καλά προλάβει να κρυώσουν. Για τα ελληνικά δεδομένα, οποιαδήποτε τέτοια πρακτική εξακολουθεί, σχεδόν 35 χρόνια αργότερα, να φαντάζει επιεικώς εξωπραγματική.
Σκεφθείτε τις αναλογίες και θα βρεθείτε ενώπιον ενός ελλείμματος εξίσου αν όχι και περισσότερο τρομακτικού από εκείνο της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. Είναι ένα αβυσσαλέο έλλειμμα πολιτισμού και συμφιλίωσης, που χαίνει και αιμορραγεί. Και, ναι, οι πιτσιρικάδες τρομοκράτες είναι θύματά του, μαζί με τα δικά τους, αθώα θύματα. Διότι γαλουχήθηκαν, μαζί με όλους μας, με τη θεοποιημένη βία και την αυτοδικία και με την μάτσο-ψευτολεβεντιά. Διότι ποτέ δεν τους είπε κανείς απλές αλήθειες δίχως εξωραϊσμό και επαρχιωτικό καθωσπρεπισμό. Διότι ακόμα και τώρα εξακολουθούμε να ψευτο-κουκουλώνουμε δυσάρεστες ιστορίες πολύ-πολύ παλιές, όπως, πχ, το βαριά κακοποιημένο μέσα στο σπίτι του, το καταθλιπτικό κορίτσι που ήταν η μεγάλη συγγραφέας μας, η Πηνελόπη Δέλτα. Διότι η κριτική της βίας, όπως και η κριτική του πολιτισμού, που προϋποθέτουν κι οι δυο αυτοκριτική, δεν ανήκουν ακόμα στη διδακτέα ύλη. Είναι λιγότερο σημαντικές από τα ανώμαλα ρήματα, τα παραθετικά των επιθέτων και τις κλίσεις των ουσιαστικών.
Ας θυμηθούμε όμως ξανά τον Χάμπερμας: «Κοσμικές γλώσσες που απλώς αφανίζουν αυτό που κάποτε εννοούσαν οι λέξεις, αφήνουν πίσω τους οργή και σύγχυση». Οι μεταρρυθμιστές οφείλουν να σεβαστούν και όχι να συντρίψουν τον «αντίπαλο» πολιτισμό, την άλλη γλώσσα. Ακόμη και τα απεχθέστερα εθνικιστικά στερεότυπα δεν θα αλλάξουν με την περιφρόνηση και τη χλεύη. Χρειάζονται προσπάθειες μυρμηγκιού, πλατιές πολιτικές διαρκούς συμπερίληψης και πάνω απ’ όλα εκλαϊκευτικός διαφωτισμός. Α προπό συμπερίληψη: Μαζί με την διαρκή καλλιέργεια και τη λατρεία της μάτσο/βίας, αρνούμαστε επίσης συστηματικά στους νέους το αυτονόητο δικαίωμά τους στην αμφισβήτηση και τη διαφορετικότητα, στην αυτονομία και τη χειραφέτηση. Βλέπετε, η κουλτούρα της ανοχής και της ειρηνικής συνύπαρξης, ο πολιτισμός του αλληλοσεβασμού και της δημιουργικότητας, η ανάληψη ευθύνης και η διδασκαλία της υπεύθυνης στάσης, είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, δυσκολότερη ίσως και από την τρομερή κόψη του σπαθιού μας. Διότι προϋποθέτει διάρκεια, υπομονή, ανεκτικότητα, προσήλωση σε ταπεινές και καθημερινές αρχές και στόχους. Μπορείτε να φανταστείτε μαθητές και μαθήτριες ελληνικού σχολείου να αγγίζουν, μαζί με τους δασκάλους τους, την πληγή του Γρηγορόπουλου και του Ρωμανού, με αφορμή ένα πρόσφατο έργο τέχνης; Και εγώ ακόμα, που σας μιλώ, ξέρω πως αν τολμήσω κάτι να αναφέρω, «για παράδειγμα», θα πέσουν να με φάνε. Κι εγώ που σας μιλώ, γράφω υπό το κράτος του φόβου. Γιατί το συμβόλαιο της ειρηνικής μας συνύπαρξης αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμο κατ’ επανάληψη.
Δεν είναι άραγε ασύλληπτο ότι ποτέ ο δήμος της Αθήνας, δεξιός, αριστερός ή κεντρώος, δε διανοήθηκε ότι αυτή η πόλη, που η βία στοιχειώνει τους Νοέμβρηδες και τους Δεκέμβρηδές της, θα όφειλε να αναζητήσει τρόπους κατευνασμού της νεανικής επαναστατικότητας, ως πειστική απάντηση στην τυφλή βία και στην καταστολή της. Να δώσει χώρο στη νεανική τέχνη της αμφισβήτησης. Δεν βρήκε ούτε ο δήμος, ούτε η πολιτεία, το θάρρος να παράσχουν στους φύσει ανήσυχους νέους καμία υποδομή, καμία θεσμική υποδοχή για να διοχετεύσουν την εκρηκτικότητά τους; Κανένα δικό τους φεστιβάλ, κανένα φόρουμ για την νεανική τέχνη της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης; Καμία δημιουργική συνομιλία; Βαθύς καθωσπρεπισμός, πατριδολαγνεία, καπετανιλίκι και σηκωμένο δάχτυλο, από τη μια. Απόλυτη επιτρεπτικότητα από την άλλη. Κανένας δεν τους παίρνει απλώς στα σοβαρά. Κανένας δεν αναλαμβάνει (εγκαίρως) την ευθύνη μας.
Έτσι, τα αυθόρμητα και δίχως προσανατολισμό κινήματα των πολύ νέων, των εφήβων, δε συναντούν πουθενά μια γλώσσα ανοχής, σεβασμού και συμφιλίωσης. Με βαρβαρότητα αρχαϊκή εμμένουμε ταυτόχρονα σε έναν άκαμπτο καθωσπρεπισμό. Παράλληλα τα μίντια υλοποιούν ανεξέλεγκτα ένα κανιβαλικό στριπτήζ, που κάνει το σκληρότερο πορνό να ωχριά. Και, όπως κάθε πρωτοετής της ψυχολογίας γνωρίζει, τέτοιες ακραίες υποκρισίες και ανακολουθίες, τέτοια διγλωσσία και διπροσωπία είναι το κατεξοχήν νοσηρό υπέδαφος της παιδικής ηλικίας και το εύφλεκτο στρώμα της εφηβείας.
*Η Μαρία Τοπάλη είναι ποιήτρια. Από τις εκδόσεις «Οκτώ» κυκλοφορεί το τελευταίο βιβλίο της, το μιούζικαλ «Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης».