Δολοφονία εφοριακού: Μαζικές προσαγωγές από το κέντρο της Αθήνας μήπως οι Αρχές έρθουν κοντά στον δράστη

Ο δράστης καθυστέρησε να απενεργοποιήσει το κινητό του θύματος και έτσι το τελευταίο στίγμα το έχουν οι Αρχές από κεραία κινητής τηλεφωνίας της Ομόνοιας, μόλις 10 λεπτά μετά την δολοφονία, που σημαίνει ότι ο δράστης έφτασε ταχύτατα στο σημείο ίσως με κάποιο μέσο μεταφοράς
- 06 Νοεμβρίου 2017 10:23
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο που έχουν οι Αρχές για την στυγερή δολοφονία της εφοριακού Δώρας Ζέμπερη και τα όσα ακολούθησαν, είναι το στίγμα κεραίας από την Ομόνοια που έδωσε γεωγραφικό προσδιορισμό στο κινητό τηλέφωνο της Δώρας Ζέμπερη στην ευρύτερη περιοχή.
Το κινητό τηλέφωνο καθυστέρησε να το απενεργοποιήσει ο δράστης κατά 10 λεπτά μετά την δολοφονία, κάτι που σημαίνει πως από τα Άνω Πατήσια και το Β΄ Νεκροταφείο έφτασε ταχύτατα στην περιοχή της Ομόνοιας, ενδεχομένως με κάποιο μέσο μεταφοράς, δίκυκλο ή άλλο, καθώς από κάμερες του Ηλεκτρικού και του ΜΕΤΡΟ δεν έχει καταγραφεί άτομο να εισέρχεται στους σταθμούς κρατώντας στα χέρια του μία γυναικεία τσάντα.
Μεταξύ άλλων ερευνώνται καταστήματα αλλοδαπών στο κέντρο που καταλήγουν κινητά τηλέφωνα από κλοπές, αλλά γίνονται και στοχευμένες προσαγωγές υπόπτων από την ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας και του κέντρου με άτομα που έχουν απασχολήσει για κλοπές και ληστείες σε πεζούς αλλά και για άτομα που υπάρχει η υποψία, κυρίως από ασιατικές χώρες.
Πέρα από άτομα που κρίνονται ύποπτα όμως προσάγονται προς εξέταση και περιθωριακά άτομα από την περιοχή του κέντρου μήπως έχει ακουστεί κάτι στην «πιάτσα» για το άτομο που το έχει πράξει, όπως αντίστοιχες προσαγωγές είχαν γίνει και για την υπόθεση του Ζαφειρόπουλου.
Η μαρτυρία του αγνώστου στην τηλεοπτική εκπομπή «Φως στο Τούνελ» που υποδεικνύει έναν αλλοδαπό που μένει σε κοινόβιο, σε απόσταση 10 λεπτών από το Β΄ Νεκροταφείο, ελέγχεται από την Ασφάλεια, ωστόσο στην ίδια περιοχή δεν είναι ένα τέτοιο κοινόβιο αλλά δεκάδες και αυτό από μόνο του δυσκολεύει πολύ την έρευνα.
Τρεις τσάντες έχουν παραδώσει μέχρι τώρα πολίτες και αστυνομικοί στην Ασφάλεια, που βρέθηκαν στου Φιλοπάππου, στο κέντρο της Αθήνας και από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι από την Κυψέλη οι οποίες όπως αποδείχτηκε δεν είχαν σχέση με την υπόθεση, ενώ στην πρώτη περίπτωση βρέθηκε κιόλας η κάτοχος της κλεμμένης τσάντας.
Ελάχιστες είναι οι μαρτυρίες που έχουν καταλήξει στην Ασφάλεια και κρίνονται αξιοποιήσιμες, αφού στην απόλυτη πλειοψηφία τους οι μάρτυρες ήταν αυτήκοοι και όχι αυτόπτες.
Ακόμα και στο DNA του δράστη φαίνεται να είναι άτυχες οι Αρχές όμως, αφού παρά την πάλη που προηγήθηκε μεταξύ θύματος και δράστη, οι τελευταίες απαντήσεις των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων δείχνουν ότι τα μείγματα που αφαιρέθηκαν από τα νύχτια της Δώρας Ζέμπερη δεν πρόδωσαν ξένους ιστούς…
Το προφίλ του δράστη, χωρίς να έχουν ακράδαντο στοιχείο μέχρι στιγμής οι Αρχές, είναι πιθανόν άντρας μικρής μυϊκής δύναμης, μέσου ύψους και σε αυτό φαίνεται να καταλήγουν από την φύση των τραυμάτων. Ο δράστης χαρακτηρίζεται αδίστακτος και με πλήρη αδιαφορία για το θύμα.
Η περιοχή του νεκροταφείου έχει συχνά περιπτώσεις κλοπών και ληστειών καμία όμως με τόση αγριότητα.
Στην Ασφάλεια έχουν συλλέξει και πλήθος από βιντεοληπτικά υλικά από την γύρω περιοχή, αλλά και από τις στάσεις του Ηλεκτρικού και του ΜΕΤΡΟ. Σε δύο καρέ από αυτά φαίνονται στην Λ. Ηρακλείου στο διάζωμα ένας άντρας και στη συνέχεια και λίγο πιο πάνω άλλος ένας, όμως δεν προέκυψε να έχουν σχέση με το περιστατικό, αφού κανείς του δεν κρατάει τσάντα και έτσι παραμένει η πεποίθηση ότι ο δράστης επέλεξε απόμερα σημεία για την διαφυγή του, μέχρι να καταλήξει στο κέντρο της Αθήνας και με άγνωστο μέσο.
Γενικά, δεν υπάρχει ούτε ένα καρέ σύμφωνα με τις Αρχές που να δείχνει έναν άντρα να κρατάει στα χέρια του μία γυναικεία τσάντα. Η περιγραφή της είναι χρώματος μπεζ, δερμάτινη και παραμένει άφαντη. Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι δεν έχει κάποιο σχέδιο ή κάποιο μεταλλικό στολίδι.
Οι Αρχές θεωρούν πως ο δράστης είναι μάλλον αδύνατον να ρίσκαρε να διαφύγει νωρίς το απόγευμα με το φως του ήλιου από κεντρικούς δρόμους και λεωφόρους με ματωμένα ρούχα και θεωρείται πιθανό να διέφυγε από τις γραμμές του ηλεκτρικού και στοές και στη συνέχεια ίσως με κάποιο μέσο διαφυγής.
Η Δώρα Ζέμπερη είχε πάει στο Νεκροταφείο όπως συνήθιζε για να αφήσει ένα λουλούδι στον τάφο ενός φίλου της που είχε χάσει τον περασμένο Μάιο την ζωή του σε εργατικό δυστύχημα.
Πρώτος την είδε ένας συγγενής θανόντος σε διπλανό μνήμα και φώναξε τον ιερέα ο οποίος αναγνώρισε την κοπέλα, αφού ήξερε σε ποιο μνήμα πήγαινε και προσκυνούσε. Βρέθηκε αρκετά μέτρα μακριά από το μνήμα του φίλου της μέσα σε μία λίμνη αίματος…
Το προσωπικό κίνητρο που εξετάστηκε από την αρχή της υπόθεσης δεν κατάφεραν οι αστυνομικοί να το συνδέσουν με κανέναν από το εγγύτερο και ευρύτερο περιβάλλον της, οι οποίοι μάλιστα είχαν όλοι άλλοθι της ώρα της δολοφονίας και έτσι μοιραία καταλήγουν στην πιθανότητα της ληστείας από ένα βαθιά αδίστακτο άτομο.